ἀπέρωτος: Difference between revisions
From LSJ
Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato
(13_5) |
(6_15) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0288.png Seite 288]] ([[ἔρως]]), lieblos, [[ἔρως]] [[ἀπέρωτος]] Aesch. Ch. 592; einige Grammatiker, wie E.M., Hesych., scheinen ἀπέρωπος gelesen zu haben, was E. M. [[ἄγριος]], [[ἀπηνής]], Phryn. B. A. 8 [[ἀναιδής]], [[σκληρός]], [[τραχύς]] erklärt, οἷον [[ἀπερίοπτος]], ὃν οὐκ ἄν τις περιωπήσαιτο διὰ τὴν ἀηδίαν, u. Andere mit [[ἠπεροπεύω]] zusammenstellen, da E. M. [[ἀπεροπεύς]] hat, u. aus Anacr. ἀπεροπός, ἀπεροπή anführt. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0288.png Seite 288]] ([[ἔρως]]), lieblos, [[ἔρως]] [[ἀπέρωτος]] Aesch. Ch. 592; einige Grammatiker, wie E.M., Hesych., scheinen ἀπέρωπος gelesen zu haben, was E. M. [[ἄγριος]], [[ἀπηνής]], Phryn. B. A. 8 [[ἀναιδής]], [[σκληρός]], [[τραχύς]] erklärt, οἷον [[ἀπερίοπτος]], ὃν οὐκ ἄν τις περιωπήσαιτο διὰ τὴν ἀηδίαν, u. Andere mit [[ἠπεροπεύω]] zusammenstellen, da E. M. [[ἀπεροπεύς]] hat, u. aus Anacr. ἀπεροπός, ἀπεροπή anführt. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀπέρωτος''': -ον, ([[ἔρως]]), ὁ μὴ ἐρῶν, ὁ μὴ ἔχων ἔρωτα, [[ἔρως]] [[ἀπέρωτος]], ὡς τὸ [[γάμος]] [[ἄγαμος]], Αἰσχύλ. Χο 600· ἀλλ’ ἴδε [[ἀπέρωπος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:16, 5 August 2017
English (LSJ)
ον, (ἔρως)
A loveless, unloving, ἔρως ἀπέρωτος, like γάμος ἄγαμος, read by M2 in A.Ch.600; but v. foreg.
German (Pape)
[Seite 288] (ἔρως), lieblos, ἔρως ἀπέρωτος Aesch. Ch. 592; einige Grammatiker, wie E.M., Hesych., scheinen ἀπέρωπος gelesen zu haben, was E. M. ἄγριος, ἀπηνής, Phryn. B. A. 8 ἀναιδής, σκληρός, τραχύς erklärt, οἷον ἀπερίοπτος, ὃν οὐκ ἄν τις περιωπήσαιτο διὰ τὴν ἀηδίαν, u. Andere mit ἠπεροπεύω zusammenstellen, da E. M. ἀπεροπεύς hat, u. aus Anacr. ἀπεροπός, ἀπεροπή anführt.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπέρωτος: -ον, (ἔρως), ὁ μὴ ἐρῶν, ὁ μὴ ἔχων ἔρωτα, ἔρως ἀπέρωτος, ὡς τὸ γάμος ἄγαμος, Αἰσχύλ. Χο 600· ἀλλ’ ἴδε ἀπέρωπος.