ἀμυνάθω: Difference between revisions

From LSJ

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source
(13_5)
(6_6)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0131.png Seite 131]] = [[ἀμύνω]], nur inf., Soph. O. C. 1019; Eur. Andr. 1080; part., Iph. A. 910; imperat., Ar. Nubb. 1305; med. in derselben Bdtg, ἀμυνάθου, Aesch. Eum. 416; optat., Eur. Andr. 722. Richtiger als aor. II. zu betrachten und daher, ἀμυναθών, ἀμυναθοῦ zu accentuiren.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0131.png Seite 131]] = [[ἀμύνω]], nur inf., Soph. O. C. 1019; Eur. Andr. 1080; part., Iph. A. 910; imperat., Ar. Nubb. 1305; med. in derselben Bdtg, ἀμυνάθου, Aesch. Eum. 416; optat., Eur. Andr. 722. Richtiger als aor. II. zu betrachten und daher, ἀμυναθών, ἀμυναθοῦ zu accentuiren.
}}
{{ls
|lstext='''ἀμῡνάθω''': ἐνεστὼς ὑποληφθεὶς ὑπὸ τῶν γραμματ. (Δράκων 59, Ἐτυμ. Μ. 8. 18) ὡς ἐκτεταμένος [[τύπος]] τοῦ [[ἀμύνω]]: ἀλλὰ πάντες οἱ σχηματισμοὶ οἱ ἀναγόμενοι εἰς τὸν τύπον τοῦτον ἀνήκουσιν εἰς ἀόριστόν τινα ἠμύνᾰθον, πρὸς ὃν δυνάμεθα να παραβάλωμεν τοὺς σχηματισμοὺς τῶν ἀορίστων [[ἀλκαθεῖν]], διωκαθεῖν, [[εἰκαθεῖν]], [[εἰργαθεῖν]], σχεθεῖν: ἴδε Ἐλμσ. Εὐρ. Μήδ. 186, Δινδόρφ. Σοφ. Ἠλ. 396, Ἐλλένδου Λεξ. Σοφ. ἐν λ. [[εἰκαθεῖν]]. Ἡ [[ἀπαρέμφατος]] λοιπὸν [[εἶναι]] ἀμυναθεῖν (οὐχὶ -άθειν), προστ. μέσ. ἀμυναθοῦ (οὐχὶ -άθου). Ὑπερασπίζω, βοηθῶ [[μετὰ]] δοτ. προσ., εἰ καὶ σοῖς φίλοις ἀμυναθεῖν χρῄζεις Εὐρ. Ἀνδρ. 1079, πρβλ. Ι. Α. 910· ἀμυνάθετέ μοι Ἀριστοφ. Νεφ. 1323: ἀπολ., ἄξιαι δ’ ἀμυναθεῖν [αἱ ξυμφοραί] Σοφ. Ο. Κ. 1015: - Μέσ., [[ἀποκρούω]] ἀπ’ [[ἐμαυτοῦ]], ἀπωθῶ: τόνδ’ ἀμυναθοῦ ψόγον Αἰσχύλ. Εὐμ. 438: λάβε ἐκδίκησιν διά..., μὴ... ἀμυνάθοιτό σε Εὐρ. Ἀνδρ. 721.
}}
}}

Revision as of 10:23, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμῡνάθω Medium diacritics: ἀμυνάθω Low diacritics: αμυνάθω Capitals: ΑΜΥΝΑΘΩ
Transliteration A: amynáthō Transliteration B: amynathō Transliteration C: amynatho Beta Code: a)muna/qw

English (LSJ)

pres. assumed by Gramm., cf. Hdn.Gr.1.440, 2.782, as lengthd. form of ἀμύνω: but forms so accented in codd. are best taken to belong to aor. ἠμύναθον and written ἀμυναθεῖν (so Hsch.), -θοῦ, cf. ἀλκαθεῖν:—

   A defend, assist, c. dat. pers., εἰ σοῖς φίλοις ἀμυναθεῖν χρῄζεις E.Andr.1079, cf. IA910; ἀμυνάθετέ μοι Ar.Nu.1323: abs., ἄξιαι δ' ἀμυναθεῖν [αἱ ξυμφοραί] S.OC1015:—Med., ward off from oneself, repel, τόνδ' ἀμυναθοῦ ψόγον A.Eu.438; take vengeance on, μὴ . . ἀμυνάθοιτό σε E.Andr.721.

German (Pape)

[Seite 131] = ἀμύνω, nur inf., Soph. O. C. 1019; Eur. Andr. 1080; part., Iph. A. 910; imperat., Ar. Nubb. 1305; med. in derselben Bdtg, ἀμυνάθου, Aesch. Eum. 416; optat., Eur. Andr. 722. Richtiger als aor. II. zu betrachten und daher, ἀμυναθών, ἀμυναθοῦ zu accentuiren.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμῡνάθω: ἐνεστὼς ὑποληφθεὶς ὑπὸ τῶν γραμματ. (Δράκων 59, Ἐτυμ. Μ. 8. 18) ὡς ἐκτεταμένος τύπος τοῦ ἀμύνω: ἀλλὰ πάντες οἱ σχηματισμοὶ οἱ ἀναγόμενοι εἰς τὸν τύπον τοῦτον ἀνήκουσιν εἰς ἀόριστόν τινα ἠμύνᾰθον, πρὸς ὃν δυνάμεθα να παραβάλωμεν τοὺς σχηματισμοὺς τῶν ἀορίστων ἀλκαθεῖν, διωκαθεῖν, εἰκαθεῖν, εἰργαθεῖν, σχεθεῖν: ἴδε Ἐλμσ. Εὐρ. Μήδ. 186, Δινδόρφ. Σοφ. Ἠλ. 396, Ἐλλένδου Λεξ. Σοφ. ἐν λ. εἰκαθεῖν. Ἡ ἀπαρέμφατος λοιπὸν εἶναι ἀμυναθεῖν (οὐχὶ -άθειν), προστ. μέσ. ἀμυναθοῦ (οὐχὶ -άθου). Ὑπερασπίζω, βοηθῶ μετὰ δοτ. προσ., εἰ καὶ σοῖς φίλοις ἀμυναθεῖν χρῄζεις Εὐρ. Ἀνδρ. 1079, πρβλ. Ι. Α. 910· ἀμυνάθετέ μοι Ἀριστοφ. Νεφ. 1323: ἀπολ., ἄξιαι δ’ ἀμυναθεῖν [αἱ ξυμφοραί] Σοφ. Ο. Κ. 1015: - Μέσ., ἀποκρούω ἀπ’ ἐμαυτοῦ, ἀπωθῶ: τόνδ’ ἀμυναθοῦ ψόγον Αἰσχύλ. Εὐμ. 438: λάβε ἐκδίκησιν διά..., μὴ... ἀμυνάθοιτό σε Εὐρ. Ἀνδρ. 721.