περιστρέφω: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος ἴσθι, ἵνα δικαίων δὴ τύχῃς → Sis aequus, aequa ut consequaris tu quoque → Sei du gerecht, damit Gerechtes dir widerfährt

Menander, Monostichoi, 119
(13_5)
(6_2)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0595.png Seite 595]] rund herum drehen, wenden; ἔῤῥιψεν χειρὶ περιστρέψας, Il. 18, 131; Od. 8, 189; h. Merc. 209;. τὼ. χεῖρε, Lys. 1, 27, pass., [[μάλα]] δ' ὦκα περιστρέφεται κυκόωντι, dreht sich herum, Il. 5, 903, Bekk. περιτρέφεται, s. das W., Plat. nur pass., κινδυνεύει τοῦτο τὸ [[ῥῆμα]] ὀρθότατα εἰς τοὺς πολιτικοὺς περιεστράφθαι, Polit. 303 c, und med., sich umkehren, Lys. 207 a; Sp., wie Plut.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0595.png Seite 595]] rund herum drehen, wenden; ἔῤῥιψεν χειρὶ περιστρέψας, Il. 18, 131; Od. 8, 189; h. Merc. 209;. τὼ. χεῖρε, Lys. 1, 27, pass., [[μάλα]] δ' ὦκα περιστρέφεται κυκόωντι, dreht sich herum, Il. 5, 903, Bekk. περιτρέφεται, s. das W., Plat. nur pass., κινδυνεύει τοῦτο τὸ [[ῥῆμα]] ὀρθότατα εἰς τοὺς πολιτικοὺς περιεστράφθαι, Polit. 303 c, und med., sich umkehren, Lys. 207 a; Sp., wie Plut.
}}
{{ls
|lstext='''περιστρέφω''': [[στρέφω]] τι ὁλόγυρα, ἐπὶ τοῦ ἑτοιμαζομένου νὰ ῥίψῃ τι, ἔρριψεν… χειρὶ περιστρέψας Ἰλ. Τ. 131· τὸν ῥα περιστρέψας ἧκε Ὀδ. Θ. 189· π. τὸν τράχηλον εἰς [[τοὐπίσω]] Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 12, 5 π. τὸ [[ἀγγεῖον]], [[ἀνατρέπω]], μνημονεύεται ἐκ τοῦ Πλουτ., π. ἵππον, [[στρέφω]] ὁλόγυρα, ὁ αὐτ. ἐν Μαρκέλλ. 6. ― Παθ., στρέφομαι ὁλόγυρα, περιστρέφομαι, [[κάμνω]] στροφήν, Ἰλ. Ε. 903, Πλάτ. Κρατ. 411Β· περιστρεφόμενος... θαμὰ ἐπεσκοπεῖτο, στρεφόμενος [[ὀπίσω]], ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 207Α· π. εἰς τἀληθῆ, καταντῶ, [[καταλήγω]] εἰς..., ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 519Β, πρβλ. Πολιτικ. 303C· ἐπὶ τοῦ οὐρανοῦ, περιστρέφομαι, Ἀριστ. π. Οὐρ. 1. 5, 19. 2) π. τὼ χεῖρε, δένω τὰς χεῖρας [[ὀπίσω]], Λυσίας 94. 19.
}}
}}

Revision as of 10:23, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιστρέφω Medium diacritics: περιστρέφω Low diacritics: περιστρέφω Capitals: ΠΕΡΙΣΤΡΕΦΩ
Transliteration A: peristréphō Transliteration B: peristrephō Transliteration C: peristrefo Beta Code: peristre/fw

English (LSJ)

   A whirl round, of one preparing to throw, ἔρριψεν . . χειρὶ περιστρέψας Il.19.131 ; τόν ῥα περιστρέψας ἧκε Od.8.189 ; turn round, π. τὸν τράχηλον εἰς τοὐπίσω Arist.HA504a16 ; θέαμα πρὸς αὐγήν Gal.UP17.1 ; π. ἵππον wheel it round, Plu.Marc.6 ; ὁ ἥλιος κύκλον ἄγει καὶ π. περὶ τὴν σελήνην Id.2.931a :—Pass., to be turned or turn round, spin round, Pl. Cra.411b ; περιστρεφόμενος . . φαμὰ ἐπεσκοπεῖτο turning round, Id.Ly. 207a ; of the heavens, complete a rotation, Arist.Cael.273a2 : metaph., π. εἰς τἀληθῆ turn towards them, Pl.R.519b ; κινδυνεύει εἰς τοὺς πολιτικοὺς περιεστράφθαι τὸ ῥῆμα to be fixed on... Id.Plt.303c ; οὐ -στραφήσεται κλῆρος shall not be removed from tribe to tribe, LXXNu.36.9.    2 π. τὼ χεῖρε tie his hands behind him, Lys.1.27 :—Pass., to be twisted, of an intestine, Gal.8.388.    3 attract a person's attention, π. τὸν θεατήν Lib.Or.11.236 ; convert a person, Cat.Cod.Astr.2.180.

German (Pape)

[Seite 595] rund herum drehen, wenden; ἔῤῥιψεν χειρὶ περιστρέψας, Il. 18, 131; Od. 8, 189; h. Merc. 209;. τὼ. χεῖρε, Lys. 1, 27, pass., μάλα δ' ὦκα περιστρέφεται κυκόωντι, dreht sich herum, Il. 5, 903, Bekk. περιτρέφεται, s. das W., Plat. nur pass., κινδυνεύει τοῦτο τὸ ῥῆμα ὀρθότατα εἰς τοὺς πολιτικοὺς περιεστράφθαι, Polit. 303 c, und med., sich umkehren, Lys. 207 a; Sp., wie Plut.

Greek (Liddell-Scott)

περιστρέφω: στρέφω τι ὁλόγυρα, ἐπὶ τοῦ ἑτοιμαζομένου νὰ ῥίψῃ τι, ἔρριψεν… χειρὶ περιστρέψας Ἰλ. Τ. 131· τὸν ῥα περιστρέψας ἧκε Ὀδ. Θ. 189· π. τὸν τράχηλον εἰς τοὐπίσω Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 12, 5 π. τὸ ἀγγεῖον, ἀνατρέπω, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Πλουτ., π. ἵππον, στρέφω ὁλόγυρα, ὁ αὐτ. ἐν Μαρκέλλ. 6. ― Παθ., στρέφομαι ὁλόγυρα, περιστρέφομαι, κάμνω στροφήν, Ἰλ. Ε. 903, Πλάτ. Κρατ. 411Β· περιστρεφόμενος... θαμὰ ἐπεσκοπεῖτο, στρεφόμενος ὀπίσω, ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 207Α· π. εἰς τἀληθῆ, καταντῶ, καταλήγω εἰς..., ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 519Β, πρβλ. Πολιτικ. 303C· ἐπὶ τοῦ οὐρανοῦ, περιστρέφομαι, Ἀριστ. π. Οὐρ. 1. 5, 19. 2) π. τὼ χεῖρε, δένω τὰς χεῖρας ὀπίσω, Λυσίας 94. 19.