πορίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source
(13_7_1)
(6_13b)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0683.png Seite 683]] in den Gang oder auf den Weg bringen, τινί τι, Hom. ep. 14, 10; heimführen, εἴ σε θεὸς ἐπόρισεν πρὸς ἁμέτερα μέλαθρα, Soph. El. 1259; – übertr. ausfindig machen, verschaffen, μηχανήν τινα κακῶν, Eur. Alc. 222; absolut, θεῶν ποριζόντων [[καλῶς]], Med. 879; νίκην, πόρους, Ar. Equ. 591. 755; χρήματα, Eccl. 236; ἀγαθόν, Plut. 461; u. oft in Prosa: σοφίας τοῖς μαθηταῖς δόξαν, οὐκ ἀλήθειαν πορίζεις, Plat. Phaedr. 275 a; πόρον ἱκανόν, Legg. VI, 752 d; σωτηρίαν τῷ γένει, Prot. 321 b; τῇ ἐμῇ ζητήσει πεπορικὼς ἀπόκρισιν, Phil. 30 d; auch = erwerben, Dem. 2, 16; Hesych. erklärt [[κερδαίνω]]. – Med., sich verschaffen, erwerben; ὅπλα, Thuc. 4, 9; ἡδονάς, μηχανήν, Plat. Gorg. 501 a Conv. 191 b; ἀθανασίαν αὑτοῖς, 208 e, u. oft; ἑαυτῷ, Xen. Hell, 5, 1, 17; μάρτυρας πεπόρισται, Lys. 29, 7; πορίσασθαι, πεπορίσθαι σκῆψιν, einen Vorwand ersonnen haben, Pol. 5, 2, 9. 8, 28, 1; vgl. Philemon bei Ath. XIV, 659 c: καινὰ ῥήματα πεπορισμένος γάρ ἐστιν; u. so noch Folgde. – Πεπόρισται ist pass. Thuc. 6, 29 Isocr. 15, 278, wie ἐπορίσθη 4, 28; u. so ist auch πορίζεται gebraucht Xen. Oec. 7, 19. – Bei den Mathematikern ist πορίζειν = aus dem Beweise noch einen Zusatz ableiten.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0683.png Seite 683]] in den Gang oder auf den Weg bringen, τινί τι, Hom. ep. 14, 10; heimführen, εἴ σε θεὸς ἐπόρισεν πρὸς ἁμέτερα μέλαθρα, Soph. El. 1259; – übertr. ausfindig machen, verschaffen, μηχανήν τινα κακῶν, Eur. Alc. 222; absolut, θεῶν ποριζόντων [[καλῶς]], Med. 879; νίκην, πόρους, Ar. Equ. 591. 755; χρήματα, Eccl. 236; ἀγαθόν, Plut. 461; u. oft in Prosa: σοφίας τοῖς μαθηταῖς δόξαν, οὐκ ἀλήθειαν πορίζεις, Plat. Phaedr. 275 a; πόρον ἱκανόν, Legg. VI, 752 d; σωτηρίαν τῷ γένει, Prot. 321 b; τῇ ἐμῇ ζητήσει πεπορικὼς ἀπόκρισιν, Phil. 30 d; auch = erwerben, Dem. 2, 16; Hesych. erklärt [[κερδαίνω]]. – Med., sich verschaffen, erwerben; ὅπλα, Thuc. 4, 9; ἡδονάς, μηχανήν, Plat. Gorg. 501 a Conv. 191 b; ἀθανασίαν αὑτοῖς, 208 e, u. oft; ἑαυτῷ, Xen. Hell, 5, 1, 17; μάρτυρας πεπόρισται, Lys. 29, 7; πορίσασθαι, πεπορίσθαι σκῆψιν, einen Vorwand ersonnen haben, Pol. 5, 2, 9. 8, 28, 1; vgl. Philemon bei Ath. XIV, 659 c: καινὰ ῥήματα πεπορισμένος γάρ ἐστιν; u. so noch Folgde. – Πεπόρισται ist pass. Thuc. 6, 29 Isocr. 15, 278, wie ἐπορίσθη 4, 28; u. so ist auch πορίζεται gebraucht Xen. Oec. 7, 19. – Bei den Mathematikern ist πορίζειν = aus dem Beweise noch einen Zusatz ableiten.
}}
{{ls
|lstext='''πορίζω''': μέλλ. Ἀττ. ποριῶ, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1079, 1101, Θουκ., κλπ.· ἀόρ. ἐπόρισα Πλάτ.· πρκμ. πεπόρικα ὁ αὐτ.· ― Μέσ., μέλλ. Ἀττ. ποριοῦμαι Δημ. 938. 5, πορίσομαι Διοδ. Ἀποσπ. 616. 62· ἀόρ. ἐπορισάμην Ἀριστοφ. Βάτρ. 880, κτλ.· ― Παθ., μέλλ. πορισθήσομαι Θουκ. 6. 37, 94· ἀόρ. ἐπορίσθην Θουκ. 6. 37, κτλ., Δωρ. -ίχθην Λῦσις παρ’ Ἰαμβλ. ἐν βίῳ Πυθ. 75· πρκμ. πεπόρισμαι Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 297 (278), Δημ. 1081. 20, (ἀλλ’ ἐν μέσ. σημασ., Λυσ. 182. 6, Αἰσχίν. 84. 6, Φιλήμων ἐν Ἀδήλ. 40b). ὑπερσ. ἐπεπόριστο Θουκ. 6. 29· ([[πόρος]]). Κυρίως ὡς τὸ [[πορεύω]], [[φέρω]], ἄγω, σὲ θεὸς ἐπόρισεν ἁμέτερα πρὸς μέλαθρα ([[οὕτως]] ὁ Δινδ. ἀντὶ τῆς γραφῆς τῶν Ἀντιγράφων ἐπῶρσεν, ἔπορσεν) Σοφ. Ἠλ. 1266. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, [[παρέχω]], προξενῶ, δίδω, ἐμποιῶ, κακά τινι Ὁμ. Ἐπιγράμμ. 14. 10· ἀγαθόν, νίκην, χρήματα, κτλ., Ἀριστοφ. Πλ. 461, Ἱππ. 594, Ἐκκλ. 236, κτλ.· ἀρχὴν πολέμου Ἀριστοφ. Βαβυλ. 8· τροφὴν τοῖς στρατιώταις Ἰσοκρ. 249C· τοῖς μαθηταῖς δόξαν, οὐκ ἀλήθειαν Πλάτ. Φαῖδρ. 275Α· ― καὶ ἀπολ., θεοῦ πορίζοντος [[καλῶς]] Εὐρ. Μήδ. 879· ― οὕτω [[συχνάκις]] καὶ ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ ἐπινοεῖν, μηχανᾶσθαι, μηχανὴν κακῶν, πόρους Εὐρ. Ἄλκ. 222, Ἀριστοφ. Ἱππ. 759, κτλ.· τέχνην ἐπί τινι Εὐρ. Ι. Α. 745· π. τριβὰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 386· διαβολὴν Θουκ. 6. 29· σωτηρίαν τινὶ Πλάτ. Πρωτ. 321Β· ἀπόκρισιν τῇ ζητήσει ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 30D, κτλ.· [[ὡσαύτως]], ὡς τὸ μέσ., [[λαμβάνω]], Δημ. 22. 26. ― Μέσ., [[παρέχω]] τι ἐμαυτῷ, προμηθεύω τι εἰς ἐμαυτόν, πορίζομαι, [[λαμβάνω]], Λατ. sibi comparare, ῥήματα Ἀριστοφ. Βάτρ. 880· δαπάνην, χρήματα Θουκ. 1. 83, 142., 4. 9· τὰς ἡδονάς, [[τἀγαθά]], τὰ ἐπιτήδεια, κτλ., Πλάτ. Γοργ. 501Α, κτλ.· μηχανὴν ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 191Β· δεῖπνα Ἄλεξ. ἐν «Φυγάδι» 1· τὰ καινὰ ῥήματα Φιλήμων, ἔνθ’ ἀνωτ.· φῶς ποθὲν πορισάμενος Πλάτ. Πολ. 427D· ἐκ τῶν ἀλλοτρίων π. τὸν βίον Ἰσοκρ. 256D· [[ὡσαύτως]] π. μάρτυρας Λυσ. 182. 6· πρόφασιν ὁ αὐτ. 112. 26· λόγους Δημ. 938. 5· αἰτίας χρηστὰς ἐπὶ πράγμασι φαύλοις Πλούτ. 2. 868D· ― [[ἐνίοτε]] [[ὡσαύτως]], πορίζεσθαί τι ἑαυτῷ Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 17, Πλάτ. Συμπ. 208Ε. ― Παθ., τὰ τῆς παρασκευῆς πεπόριστο Θουκ. 6. 29· ῥᾳδίως αἱ ἐπαγωγαὶ… ἐπορίζοντο, εὐκόλως παρείχοντο μέσα ἐπαγωγά, ὁ αὐτ. 3. 82· [[δύναμις]] πορ. ἐκ τοῦ θεοῦ Πλάτ. Πολ. 364Β· πίστεις ὑπὸ τοῦ λόγου πεπορισμέναι Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 1. 2, 2· αἱ πράξεις (τῶν ζῴων) πρὸς τὰ ψύχη καὶ τὰς ἀλέας πεπορισμέναι εἰσίν, [[εἶναι]] ἡρμοσμέναι..., ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 12, 1, πρβλ. π. Ζ. Μορ. 3. 4, 3. 2) πορίζεταί τινι, ἀπροσ., [[εἶναι]] εἰς τὴν ἐξουσίαν τινὸς να..., μετ’ ἀπαρ. Ξεν. Οἰκ. 7. 19. ΙΙΙ. παρὰ τοῖς Μαθηματικοῖς συγγραφεῦσιν, [[ἐξάγω]] ὡς [[πόρισμα]]. ― Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 24 κἑξ., 24.
}}
}}

Revision as of 10:24, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πορίζω Medium diacritics: πορίζω Low diacritics: πορίζω Capitals: ΠΟΡΙΖΩ
Transliteration A: porízō Transliteration B: porizō Transliteration C: porizo Beta Code: pori/zw

English (LSJ)

Att. fut.

   A ποριῶ Ar.Eq.1079, 1101, Th.6.29, etc., late πορίσω Artem.2.68: aor. ἐπόρισα Pl.Lg.966e: pf. πεπόρικα Id.Phlb.30d:— Med., fut. Att. ποριοῦμαι D.35.41: aor.ἐπορισάμην Ar.Ra.880, etc.: —Pass., fut. πορισθήσομαι Th.6.37.94: aor. ἐπορίσθην ib.37, etc., Dor. -ίχθην Lysis ap.Iamb.VP 17.75: pf. πεπόρισμαι Isoc.15.278, D. 44.3 (in med. sense, Lys.29.7, Aeschin.3.209, Philem.123): plpf. ἐπεπόριστο Th.6.29: (πόρος):—rarely, like πορεύω, carry, bring, σὲ θεὸς ἐπόρισεν ἁμέτερα πρὸς μέλαθρα (prob. for ἐπῶρσεν, ἔπορσεν) S.El. 1267(lyr.).    II bring about, furnish, provide, κακά τινι Hom. Epigr. 14.10; νίκην, χρήματα, etc., Ar.Eq.593, Ec.236, Democr.78, IG22.834.14, etc.; ἀρχὴν πολέμου Ar.Fr.81; τροφὴν τοῖς στρατιώταις Isoc.12.82; τοῖς μαθηταῖς δόξαν, οὐκ ἀλήθειαν Pl.Phdr.275a: abs., θεῶν ποριζόντων καλῶς E.Med.879: freq. with a notion of contriving or inventing, μηχανὰν κακῶν, πόρους, Id.Alc.222 (lyr.), Ar.Eq. 759, etc.; τοῖσι φιλτάτοις τέχνας E.IA745; π. τριβάς Ar.Ach.386; διαβολήν Th.6.29; σωτηρίαν τῷ γένει Pl.Prt.321b; τῇ ζητήσει ἀπόκρισιν Id.Phlb. 30d, etc.:—Med., furnish oneself with, procure, ῥήματα Ar.Ra.880; δαπάνην, χρήματα, ὅπλα, Th.1.83, 142, 4.9; τὰς ἡδονάς, τἀγαθά, τἀπιτήδεια, etc., Pl.Grg.501b, La.199e, Ax.368b, etc.; μηχανήν Id.Smp.191b; τὰ δεῖπνα Alex.257.2; καινὰ ῥήματα Philem.l.c.; φῶς ποθέν Pl.R. 427d; ἐκ τῶν ἀλλοτρίων π. τὸν βίον Isoc.12.116; also π. μάρτυρας Lys. 29.7; πρόφασιν Id.8.3; λόγους περὶ ἀδίκων πραγμάτων D.35.41; αἰτίας χρηστὰς ἐπὶ πράγμασι φαύλοις Plu.2.868d: sts. also πορίζεσθαί τι ἑαυτοῖς X.HG5.1.17, Pl.Smp.208e; σημεῖα πεπορίσθαι to have acquired the signs, i.e. know them, Hp.Medic. 14; also, have provided for one, receive, Men.Prot.p.16D.:—Pass., to be provided, τὰ τῆς παρασκευῆς ἐπεπόριστο Th.6.29; ῥᾳδίως αἱ ἐπαγωγαὶ . . ἐπορίζοντο inducements were easily provided, Id.3.82; δύναμις ἐκ θεῶν π. Pl.R. 364b; πίστεις ὑπὸ τοῦ λόγου πεπορισμέναι Isoc. 15.278, cf. Arist.Rh.1356a1; τὸ γηροβοσκοὺς κεκτῆσθαι τοῖς ἀνθρώποις πορίζεται X.Oec.7.19; πράξεις πρὸς τὰ φύ χη καὶ τὰς ἀλέας πεπορισμέναι behaviour adapted to . ., Arist.HA596b22, cf. PA665b3.    2 Act. in med. sense, find money, raise a loan, PCair.Zen.477.16(iii B.C.); obtain, προστάγματα εἰς τὸ τιμωρηθῆναι αὐτούς PMich.Zen.57.9 (iii B.C.); earn, τὸ ζῆν ἀπὸ τῆς γερδιακῆς PLond.3.846.11 (ii A.D.):—Pass., ἀπ' ἄλλων συντόμως σοι πορισθὲν ἀποδοθήσεται (sc. τὸ ἀργύριον) PMich.Zen. 56.8 (iii B.C.).    III Math., find something, opp. proving it (as in a theorem) and constructing it (as in a problem), Papp.650.22, al.; cf. πόρισμα 11.

German (Pape)

[Seite 683] in den Gang oder auf den Weg bringen, τινί τι, Hom. ep. 14, 10; heimführen, εἴ σε θεὸς ἐπόρισεν πρὸς ἁμέτερα μέλαθρα, Soph. El. 1259; – übertr. ausfindig machen, verschaffen, μηχανήν τινα κακῶν, Eur. Alc. 222; absolut, θεῶν ποριζόντων καλῶς, Med. 879; νίκην, πόρους, Ar. Equ. 591. 755; χρήματα, Eccl. 236; ἀγαθόν, Plut. 461; u. oft in Prosa: σοφίας τοῖς μαθηταῖς δόξαν, οὐκ ἀλήθειαν πορίζεις, Plat. Phaedr. 275 a; πόρον ἱκανόν, Legg. VI, 752 d; σωτηρίαν τῷ γένει, Prot. 321 b; τῇ ἐμῇ ζητήσει πεπορικὼς ἀπόκρισιν, Phil. 30 d; auch = erwerben, Dem. 2, 16; Hesych. erklärt κερδαίνω. – Med., sich verschaffen, erwerben; ὅπλα, Thuc. 4, 9; ἡδονάς, μηχανήν, Plat. Gorg. 501 a Conv. 191 b; ἀθανασίαν αὑτοῖς, 208 e, u. oft; ἑαυτῷ, Xen. Hell, 5, 1, 17; μάρτυρας πεπόρισται, Lys. 29, 7; πορίσασθαι, πεπορίσθαι σκῆψιν, einen Vorwand ersonnen haben, Pol. 5, 2, 9. 8, 28, 1; vgl. Philemon bei Ath. XIV, 659 c: καινὰ ῥήματα πεπορισμένος γάρ ἐστιν; u. so noch Folgde. – Πεπόρισται ist pass. Thuc. 6, 29 Isocr. 15, 278, wie ἐπορίσθη 4, 28; u. so ist auch πορίζεται gebraucht Xen. Oec. 7, 19. – Bei den Mathematikern ist πορίζειν = aus dem Beweise noch einen Zusatz ableiten.

Greek (Liddell-Scott)

πορίζω: μέλλ. Ἀττ. ποριῶ, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1079, 1101, Θουκ., κλπ.· ἀόρ. ἐπόρισα Πλάτ.· πρκμ. πεπόρικα ὁ αὐτ.· ― Μέσ., μέλλ. Ἀττ. ποριοῦμαι Δημ. 938. 5, πορίσομαι Διοδ. Ἀποσπ. 616. 62· ἀόρ. ἐπορισάμην Ἀριστοφ. Βάτρ. 880, κτλ.· ― Παθ., μέλλ. πορισθήσομαι Θουκ. 6. 37, 94· ἀόρ. ἐπορίσθην Θουκ. 6. 37, κτλ., Δωρ. -ίχθην Λῦσις παρ’ Ἰαμβλ. ἐν βίῳ Πυθ. 75· πρκμ. πεπόρισμαι Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 297 (278), Δημ. 1081. 20, (ἀλλ’ ἐν μέσ. σημασ., Λυσ. 182. 6, Αἰσχίν. 84. 6, Φιλήμων ἐν Ἀδήλ. 40b). ὑπερσ. ἐπεπόριστο Θουκ. 6. 29· (πόρος). Κυρίως ὡς τὸ πορεύω, φέρω, ἄγω, σὲ θεὸς ἐπόρισεν ἁμέτερα πρὸς μέλαθρα (οὕτως ὁ Δινδ. ἀντὶ τῆς γραφῆς τῶν Ἀντιγράφων ἐπῶρσεν, ἔπορσεν) Σοφ. Ἠλ. 1266. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, παρέχω, προξενῶ, δίδω, ἐμποιῶ, κακά τινι Ὁμ. Ἐπιγράμμ. 14. 10· ἀγαθόν, νίκην, χρήματα, κτλ., Ἀριστοφ. Πλ. 461, Ἱππ. 594, Ἐκκλ. 236, κτλ.· ἀρχὴν πολέμου Ἀριστοφ. Βαβυλ. 8· τροφὴν τοῖς στρατιώταις Ἰσοκρ. 249C· τοῖς μαθηταῖς δόξαν, οὐκ ἀλήθειαν Πλάτ. Φαῖδρ. 275Α· ― καὶ ἀπολ., θεοῦ πορίζοντος καλῶς Εὐρ. Μήδ. 879· ― οὕτω συχνάκις καὶ ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ ἐπινοεῖν, μηχανᾶσθαι, μηχανὴν κακῶν, πόρους Εὐρ. Ἄλκ. 222, Ἀριστοφ. Ἱππ. 759, κτλ.· τέχνην ἐπί τινι Εὐρ. Ι. Α. 745· π. τριβὰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 386· διαβολὴν Θουκ. 6. 29· σωτηρίαν τινὶ Πλάτ. Πρωτ. 321Β· ἀπόκρισιν τῇ ζητήσει ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 30D, κτλ.· ὡσαύτως, ὡς τὸ μέσ., λαμβάνω, Δημ. 22. 26. ― Μέσ., παρέχω τι ἐμαυτῷ, προμηθεύω τι εἰς ἐμαυτόν, πορίζομαι, λαμβάνω, Λατ. sibi comparare, ῥήματα Ἀριστοφ. Βάτρ. 880· δαπάνην, χρήματα Θουκ. 1. 83, 142., 4. 9· τὰς ἡδονάς, τἀγαθά, τὰ ἐπιτήδεια, κτλ., Πλάτ. Γοργ. 501Α, κτλ.· μηχανὴν ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 191Β· δεῖπνα Ἄλεξ. ἐν «Φυγάδι» 1· τὰ καινὰ ῥήματα Φιλήμων, ἔνθ’ ἀνωτ.· φῶς ποθὲν πορισάμενος Πλάτ. Πολ. 427D· ἐκ τῶν ἀλλοτρίων π. τὸν βίον Ἰσοκρ. 256D· ὡσαύτως π. μάρτυρας Λυσ. 182. 6· πρόφασιν ὁ αὐτ. 112. 26· λόγους Δημ. 938. 5· αἰτίας χρηστὰς ἐπὶ πράγμασι φαύλοις Πλούτ. 2. 868D· ― ἐνίοτε ὡσαύτως, πορίζεσθαί τι ἑαυτῷ Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 17, Πλάτ. Συμπ. 208Ε. ― Παθ., τὰ τῆς παρασκευῆς πεπόριστο Θουκ. 6. 29· ῥᾳδίως αἱ ἐπαγωγαὶ… ἐπορίζοντο, εὐκόλως παρείχοντο μέσα ἐπαγωγά, ὁ αὐτ. 3. 82· δύναμις πορ. ἐκ τοῦ θεοῦ Πλάτ. Πολ. 364Β· πίστεις ὑπὸ τοῦ λόγου πεπορισμέναι Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 1. 2, 2· αἱ πράξεις (τῶν ζῴων) πρὸς τὰ ψύχη καὶ τὰς ἀλέας πεπορισμέναι εἰσίν, εἶναι ἡρμοσμέναι..., ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 12, 1, πρβλ. π. Ζ. Μορ. 3. 4, 3. 2) πορίζεταί τινι, ἀπροσ., εἶναι εἰς τὴν ἐξουσίαν τινὸς να..., μετ’ ἀπαρ. Ξεν. Οἰκ. 7. 19. ΙΙΙ. παρὰ τοῖς Μαθηματικοῖς συγγραφεῦσιν, ἐξάγω ὡς πόρισμα. ― Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 24 κἑξ., 24.