ἀχάριστος: Difference between revisions
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
(13_6a) |
(6_15) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0417.png Seite 417]] 1) unangenehm, mißfällig, Od. 8, 236 οὐκ ἀχάριστα μεθ' ἡμῖν ταῦτ' ἀγορεύεις, sehr angenehm, Homerisch; οὐκ ἀχάριστα λέγεις, = χαρίεντα, Xen. An. 2, 1, 13, ironisch = εὐήθη; ἀχαριστότερον [[ἐπιμέλημα]] Oec. 7, 37, etwas unangenehm; adv. μηδὲ τὰς χάριτας ἀχαρίστως χαριζόμενος Isocr. 1, 31, auf unfreundliche Weise. – 2) undankbar, von Her. 1, 90 an nicht selten; οὐ [[χάριν]] ἔχει Arist. rhetor. 8, 7; adv. ἀχαρίστως, ἀποπέμψασθαι εὐεργέτας, ungedankt, ungelohnt, Xen. An. 7, 7, 23; οὐκ ἀχαρίστως μοι ἔχει πρὸς ὑμῶν, ihr wißt mir Dank dafür, 2, 3, 18; ἀχαρίστως ἕπεσθαι Xen. Cyr. 7, 4, 14, ungern folgen. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0417.png Seite 417]] 1) unangenehm, mißfällig, Od. 8, 236 οὐκ ἀχάριστα μεθ' ἡμῖν ταῦτ' ἀγορεύεις, sehr angenehm, Homerisch; οὐκ ἀχάριστα λέγεις, = χαρίεντα, Xen. An. 2, 1, 13, ironisch = εὐήθη; ἀχαριστότερον [[ἐπιμέλημα]] Oec. 7, 37, etwas unangenehm; adv. μηδὲ τὰς χάριτας ἀχαρίστως χαριζόμενος Isocr. 1, 31, auf unfreundliche Weise. – 2) undankbar, von Her. 1, 90 an nicht selten; οὐ [[χάριν]] ἔχει Arist. rhetor. 8, 7; adv. ἀχαρίστως, ἀποπέμψασθαι εὐεργέτας, ungedankt, ungelohnt, Xen. An. 7, 7, 23; οὐκ ἀχαρίστως μοι ἔχει πρὸς ὑμῶν, ihr wißt mir Dank dafür, 2, 3, 18; ἀχαρίστως ἕπεσθαι Xen. Cyr. 7, 4, 14, ungern folgen. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀχάριστος''': -ον, (χᾰρίζομαι) [[ἄχαρις]], [[δυσάρεστος]], οὐκ ἀχάριστα μεθ’ ἡμῖν ταῦτ’ ἀγορεύεις Ὀδ. Θ. 236· ἀνώμαλ. συγκρ., δόρπου ἀχαρίστερον (ἀντὶ -ιστότερον) Ὀδ. Υ. 392· [[ἄνευ]] χάριτος ἢ θελγήτρων, οὐκ ἀχάριστα λέγειν Ξεν. Ἀν. 2. 1, 13· πρβλ. τὸ ἑπόμ.· ἀχ. [[ἐπιμέλημα]], [[ἐργασία]], φροντὶς μὴ ἐπισύρουσα εὐγνωμοσύνην, ὁ αὐτ. Οἰκ. 7. 37. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, [[ἄχαρις]], οὐχὶ [[εὐμενής]], [[δυσμενής]], Θέογν. 839. 2) [[ἀγνώμων]], [[ἀχάριστος]], Ἡρόδ. 1. 90, Ξεν., κτλ.· [[δῆμος]] Ἡρόδ. 5. 91· προδότας Εὐρ. Ἴων 880, πρβλ. Μήδ. 659· ἀχ. [[πρός]] τινα Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 14· τινι Εὐρ. Ἑκ. 140· σπείρων εἰς ἀχάριστα Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 816. 14. 3) Παθ., ὁ μὴ λαβὼν [[χάριν]], ὁ μὴ ἀνταμειφθείς, Λυσ. 162. 34· οὐκ ἂν ἀχαρίστως μοι ἔχοι [[πρός]] τινος Ξεν. Ἀν. 2. 3, 18. ― Ἐπίρρ. ἀχαρίστως, μετ' ἀχαριστίας, ἀχαρίστως ἀποπέμψαι ἄνδρας εὐεργέτας ὁ αὐτ. Ἀν. 7. 7, 23· ἀχαρίστως ἕπεσθαι, δυσαρέστως, δυστρόπως, Ξεν. Κύρ. 7. 4, 14· οὐχὶ [[μετὰ]] χάριτος, [[μηδὲ]] τὰς χάριτας ἀχαρίστως χαριζόμενος Ἰσοκρ. 8Ε. Πρβλ. [[ἄχαρις]], [[ἀχάριτος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:27, 5 August 2017
English (LSJ)
ον, (χᾰρίζομαι)
A ungracious, unpleasant, οὐκ ἀχάριστα μεθ' ἡμῖν ταῦτ' ἀγορεύεις Od.8.236: irreg. Comp., δόρπου ἀχαρίστερον (for -ιστότερον) 20.392; without grace or charm, οὐκ ἀχάριστα λέγειν X.An.2.1.13; φωνή Epicur.Sent.Vat.75; -ότερον ἐπιμέλημα a more thankless business, X.Oec.7.37; ἀ. ἐξέτασις D.H.Pomp.1. II of persons, ungracious, unfavourable, Thgn.841 (-τως Bgk.), Phld.Ir.p.60 W. 2 ungrateful, thankless, Hdt.1.90, X.Cyr.1.2.7, Crates Theb. 19, etc.; δῆμος Hdt.5.91; προδότας E.Ion880 (lyr.), cf. Med.659 (lyr.); ἀ. πρὸς τοὺς γονέας X.Mem.2.2.14; τινί E.Hec.138 (lyr.); σπείρων εἰς ἀχάριστα sowingin thankless soil, IG14.2012 (Sulp. Max.). Adv. -τως, ἀποπέμψασθαι εὐεργέτας X.An.7.7.23, cf. Lys.30.6. 3 Pass., unrequited, ἀ. εἶναι τὰ ἀνηλωμένα Lys.21.12. Adv. οὐκ ἂν ἀχαρίστως μοι ἔχοι πρός τινος thanks would not be refused me by... X. An.2.3.18. 4 Adv. -τως with a bad grace, with an ill will, ἀ. ἕπεσθαι follow sulkily, Id.Cyr.7.4.14; τὰς χάριτας ἀ. χαρίζεσθαι Isoc.1.31. 5 ἀχάριστον, τό, antidote, PGrenf.1.52.1,12 (iii A. D.), Marcell. Empir.20: also ἀχάριστος, ἡ, Alex. Trall.Febr.7. b name of an eyesalve, Cels.6.6.7, Gal.12.749.
German (Pape)
[Seite 417] 1) unangenehm, mißfällig, Od. 8, 236 οὐκ ἀχάριστα μεθ' ἡμῖν ταῦτ' ἀγορεύεις, sehr angenehm, Homerisch; οὐκ ἀχάριστα λέγεις, = χαρίεντα, Xen. An. 2, 1, 13, ironisch = εὐήθη; ἀχαριστότερον ἐπιμέλημα Oec. 7, 37, etwas unangenehm; adv. μηδὲ τὰς χάριτας ἀχαρίστως χαριζόμενος Isocr. 1, 31, auf unfreundliche Weise. – 2) undankbar, von Her. 1, 90 an nicht selten; οὐ χάριν ἔχει Arist. rhetor. 8, 7; adv. ἀχαρίστως, ἀποπέμψασθαι εὐεργέτας, ungedankt, ungelohnt, Xen. An. 7, 7, 23; οὐκ ἀχαρίστως μοι ἔχει πρὸς ὑμῶν, ihr wißt mir Dank dafür, 2, 3, 18; ἀχαρίστως ἕπεσθαι Xen. Cyr. 7, 4, 14, ungern folgen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀχάριστος: -ον, (χᾰρίζομαι) ἄχαρις, δυσάρεστος, οὐκ ἀχάριστα μεθ’ ἡμῖν ταῦτ’ ἀγορεύεις Ὀδ. Θ. 236· ἀνώμαλ. συγκρ., δόρπου ἀχαρίστερον (ἀντὶ -ιστότερον) Ὀδ. Υ. 392· ἄνευ χάριτος ἢ θελγήτρων, οὐκ ἀχάριστα λέγειν Ξεν. Ἀν. 2. 1, 13· πρβλ. τὸ ἑπόμ.· ἀχ. ἐπιμέλημα, ἐργασία, φροντὶς μὴ ἐπισύρουσα εὐγνωμοσύνην, ὁ αὐτ. Οἰκ. 7. 37. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἄχαρις, οὐχὶ εὐμενής, δυσμενής, Θέογν. 839. 2) ἀγνώμων, ἀχάριστος, Ἡρόδ. 1. 90, Ξεν., κτλ.· δῆμος Ἡρόδ. 5. 91· προδότας Εὐρ. Ἴων 880, πρβλ. Μήδ. 659· ἀχ. πρός τινα Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 14· τινι Εὐρ. Ἑκ. 140· σπείρων εἰς ἀχάριστα Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 816. 14. 3) Παθ., ὁ μὴ λαβὼν χάριν, ὁ μὴ ἀνταμειφθείς, Λυσ. 162. 34· οὐκ ἂν ἀχαρίστως μοι ἔχοι πρός τινος Ξεν. Ἀν. 2. 3, 18. ― Ἐπίρρ. ἀχαρίστως, μετ' ἀχαριστίας, ἀχαρίστως ἀποπέμψαι ἄνδρας εὐεργέτας ὁ αὐτ. Ἀν. 7. 7, 23· ἀχαρίστως ἕπεσθαι, δυσαρέστως, δυστρόπως, Ξεν. Κύρ. 7. 4, 14· οὐχὶ μετὰ χάριτος, μηδὲ τὰς χάριτας ἀχαρίστως χαριζόμενος Ἰσοκρ. 8Ε. Πρβλ. ἄχαρις, ἀχάριτος.