πρόσημαι: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆθι προσεχόντως ὡς μακρὰν ἐγγὺς βλέπων → Ne temere vivas: specta longa et proxima → Pass auf im Leben: blick auf das, was fern und nah

Menander, Monostichoi, 191
(13_5)
(6_2)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0764.png Seite 764]] (s. [[ἧμαι]]), dabei, dagegen sitzen, νερτέρᾳ προσήμενος κώπῃ, Aesch. Ag. 1600; προσήμεθα βωμοῖσι, Soph. O. R. 15; liegen, benachbart sein, νᾶσοι [[τᾷδε]] γᾷ προσήμ εναι, Aesch. Pers. 857; selten c. acc., ἰὸς καρδίαν προσήμενος, Ag. 808; belagern, obsidere, c. dat., [[χαίρω]] σε προσήμενον πύργοισιν ἐχθρῶν, Eur. Rhes. 390.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0764.png Seite 764]] (s. [[ἧμαι]]), dabei, dagegen sitzen, νερτέρᾳ προσήμενος κώπῃ, Aesch. Ag. 1600; προσήμεθα βωμοῖσι, Soph. O. R. 15; liegen, benachbart sein, νᾶσοι [[τᾷδε]] γᾷ προσήμ εναι, Aesch. Pers. 857; selten c. acc., ἰὸς καρδίαν προσήμενος, Ag. 808; belagern, obsidere, c. dat., [[χαίρω]] σε προσήμενον πύργοισιν ἐχθρῶν, Eur. Rhes. 390.
}}
{{ls
|lstext='''πρόσημαι''': [[κυρίως]] πρκμ. τοῦ προσέζομαι, [[κάθημαι]] ἐπί τινος ἢ πλησίον τινός, [[μετὰ]] δοτ., δώμασιν προσήμεναι Αἰσχύλ. Ἀγ. 1191· νερτέρᾳ πρ. κώπᾳ [[αὐτόθι]] 1617· βωμοῖσι Σοφ. Ο. Τ. 15· σπανίως μετ’ αἰτ., καρδίαν προσήμενος Αἰσχύλ. Ἀγ. 834 (πρβλ. [[καθίζω]] ΙΙ)· ― [[καθόλου]], εἶμαι ἢ [[κεῖμαι]] πλησίον, νᾶσοι... τᾷδε γᾷ προσήμεναι ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 280. ΙΙ. πολιορκῶ, Λατ. obsidere, πύργοισι Εὐρ. Ρῆσ. 390.
}}
}}

Revision as of 10:43, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσημαι Medium diacritics: πρόσημαι Low diacritics: πρόσημαι Capitals: ΠΡΟΣΗΜΑΙ
Transliteration A: prósēmai Transliteration B: prosēmai Transliteration C: prosimai Beta Code: pro/shmai

English (LSJ)

   A to be seated at or close to, c. dat., δώμασιν προσήμεναι A. Ag.1191; νερτέρᾳ π. κώπῃ ib. 1617; βωμοῖσι S.OT15: rarely c. acc., καρδίαν προσήμενος A.Ag.834: generally, to be or lie near, νᾶσοι . . τᾷδε γᾷ προσήμεναι Id.Pers.881 (lyr.).    II besiege, πύργοισι E. Rh.390.

German (Pape)

[Seite 764] (s. ἧμαι), dabei, dagegen sitzen, νερτέρᾳ προσήμενος κώπῃ, Aesch. Ag. 1600; προσήμεθα βωμοῖσι, Soph. O. R. 15; liegen, benachbart sein, νᾶσοι τᾷδε γᾷ προσήμ εναι, Aesch. Pers. 857; selten c. acc., ἰὸς καρδίαν προσήμενος, Ag. 808; belagern, obsidere, c. dat., χαίρω σε προσήμενον πύργοισιν ἐχθρῶν, Eur. Rhes. 390.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσημαι: κυρίως πρκμ. τοῦ προσέζομαι, κάθημαι ἐπί τινος ἢ πλησίον τινός, μετὰ δοτ., δώμασιν προσήμεναι Αἰσχύλ. Ἀγ. 1191· νερτέρᾳ πρ. κώπᾳ αὐτόθι 1617· βωμοῖσι Σοφ. Ο. Τ. 15· σπανίως μετ’ αἰτ., καρδίαν προσήμενος Αἰσχύλ. Ἀγ. 834 (πρβλ. καθίζω ΙΙ)· ― καθόλου, εἶμαι ἢ κεῖμαι πλησίον, νᾶσοι... τᾷδε γᾷ προσήμεναι ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 280. ΙΙ. πολιορκῶ, Λατ. obsidere, πύργοισι Εὐρ. Ρῆσ. 390.