πισσόω: Difference between revisions

From LSJ

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source
(13_5)
(6_5)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0619.png Seite 619]] att. -ττόω, 1) mit Pech, Theer bestreichen, überziehen, theeren, wie Schiffe, Schol. Ar. Plut. 1093. – 2) insbesondere kupferne Bildsäulen mit Pech überziehen, um sie abzuformen, Luc. lup. trag. 33. – 3) durch Pechpflaster die Haare ausziehen, wie Weichlinge und Weiber thaten, [[κίναιδος]] πεπιττωμένος τὰ σκέλη, Luc. merc. cond. 33, u. oft.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0619.png Seite 619]] att. -ττόω, 1) mit Pech, Theer bestreichen, überziehen, theeren, wie Schiffe, Schol. Ar. Plut. 1093. – 2) insbesondere kupferne Bildsäulen mit Pech überziehen, um sie abzuformen, Luc. lup. trag. 33. – 3) durch Pechpflaster die Haare ausziehen, wie Weichlinge und Weiber thaten, [[κίναιδος]] πεπιττωμένος τὰ σκέλη, Luc. merc. cond. 33, u. oft.
}}
{{ls
|lstext='''πισσόω''': Ἀττικ. πιττόω ([[πίσσα]]) [[ἐπαλείφω]] διὰ πίσσης, πισσώνω, τὰς [[ναῦς]] Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 1094. ΙΙ. [[ἐπιχρίω]] διὰ πίσσης ἀγάλματα ὀρειχάλκινα [[ὅπως]] [[λάβω]] τοὺς τύπους αὐτῶν, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγῳδ. 33. ΙΙΙ. ἀποσπῶ, μαδῶ τὰς τρίχας δι’ ἐμπλάστρου ἐκ πίσσης, [[συνήθεια]] παρὰ γυναιξὶν καὶ ἐκτεθηλυμμένοις ἀνθρωπαρίοις καὶ κιναίδοις, Κλήμ. Ἀλ. 261˙ ― [[μάλιστα]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, [[αὐτόθι]] 263˙ οἱ βάρβαροι πιττοῦνται τὰ σώματα Ἀθήν. 518Α, πρβλ. Λουκ. Ρητ. Διδάσκ. 23˙ πιττούμενος τὰ σκέλη ὁ αὐτ. ἐν Δημώνακτ. βίῳ 59, πρβλ. τοῦ [[αὐτοῦ]] περὶ τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 33.
}}
}}

Revision as of 10:51, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πισσόω Medium diacritics: πισσόω Low diacritics: πισσόω Capitals: ΠΙΣΣΟΩ
Transliteration A: pissóō Transliteration B: pissoō Transliteration C: pissoo Beta Code: pisso/w

English (LSJ)

Att. πιττ-, (πίσσα)

   A pitch over, pitch, τὰς ὀροφάς IG22.659.25; τὰς ναῦς Sch.Ar.Pl.1093 :—Pass., Chrysipp.Stoic.2.110, Dsc.5.12,31 ; of bronze statues, in order to take casts of them, Luc.JTr. 33; in order to clean them, Id.Lex.11.    II Med., remove the hair by means of a pitch-plaster, οἱ βάρβαροι πιττοῦνται τὰ σώματα Theopomp. Hist.195, cf. Luc.Rh.Pr.23; πιττούμενος τὰ σκέλη Id.Demon.50, cf. Merc.Cond.33.

German (Pape)

[Seite 619] att. -ττόω, 1) mit Pech, Theer bestreichen, überziehen, theeren, wie Schiffe, Schol. Ar. Plut. 1093. – 2) insbesondere kupferne Bildsäulen mit Pech überziehen, um sie abzuformen, Luc. lup. trag. 33. – 3) durch Pechpflaster die Haare ausziehen, wie Weichlinge und Weiber thaten, κίναιδος πεπιττωμένος τὰ σκέλη, Luc. merc. cond. 33, u. oft.

Greek (Liddell-Scott)

πισσόω: Ἀττικ. πιττόω (πίσσα) ἐπαλείφω διὰ πίσσης, πισσώνω, τὰς ναῦς Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 1094. ΙΙ. ἐπιχρίω διὰ πίσσης ἀγάλματα ὀρειχάλκινα ὅπως λάβω τοὺς τύπους αὐτῶν, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγῳδ. 33. ΙΙΙ. ἀποσπῶ, μαδῶ τὰς τρίχας δι’ ἐμπλάστρου ἐκ πίσσης, συνήθεια παρὰ γυναιξὶν καὶ ἐκτεθηλυμμένοις ἀνθρωπαρίοις καὶ κιναίδοις, Κλήμ. Ἀλ. 261˙ ― μάλιστα ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, αὐτόθι 263˙ οἱ βάρβαροι πιττοῦνται τὰ σώματα Ἀθήν. 518Α, πρβλ. Λουκ. Ρητ. Διδάσκ. 23˙ πιττούμενος τὰ σκέλη ὁ αὐτ. ἐν Δημώνακτ. βίῳ 59, πρβλ. τοῦ αὐτοῦ περὶ τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 33.