ἄθετος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
(13_5)
(6_15)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0046.png Seite 46]] 1) nicht gesetzt, dem [[θετός]] entgegengesetzt, Arist. Anal. post. 1, 23; = [[ἀποίητος]], Posidipn. B. A. 350. – 2) zu verwerfen, Polyb. 17, 9, 10. Dah. ungeeignet, unpassend, [[πρός]] τι Diod. S. 11, 15; ebenso ἀθέτως ἔχειν [[πρός]] τι Plut. Symp. 7, 10, 2. – Bei Aesch. Pr. 150 ἀθέτως κρατὐνει [[Ζεύς]], ungesetzlich.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0046.png Seite 46]] 1) nicht gesetzt, dem [[θετός]] entgegengesetzt, Arist. Anal. post. 1, 23; = [[ἀποίητος]], Posidipn. B. A. 350. – 2) zu verwerfen, Polyb. 17, 9, 10. Dah. ungeeignet, unpassend, [[πρός]] τι Diod. S. 11, 15; ebenso ἀθέτως ἔχειν [[πρός]] τι Plut. Symp. 7, 10, 2. – Bei Aesch. Pr. 150 ἀθέτως κρατὐνει [[Ζεύς]], ungesetzlich.
}}
{{ls
|lstext='''ἄθετος''': -ον, ([[τίθημι]]) [[ἄνευ]] θέσεως ἢ τόπου· οὕτω καλεῖται ἡ μονὰς κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν στιγμήν, ἥτις εἶνε θετή, Ἀριστ. Μεταφ. 4. 6, 25· ἡ μονὰς στιγμὴ ἄθ. ἐστι, [[αὐτόθι]] 12. 8. 27· πρβλ. Ἀναλ. Ὕστ. 1. 27. 2) ὁ μὴ ἐν τῇ οἰκείᾳ θέσει εὑρισκόμενος· [[πλίνθος]], [[λίθος]], Συλλ. Ἐπιγρ. 160. 1. 10, 22. ΙΙ. ὁ κατὰ [[μέρος]] τεθείς, [[ἀσθενής]], Πολύβ. 17. 9. 10· [[ἐντεῦθεν]]: [[ἄχρηστος]], [[ἀκατάλληλος]], Διόδ. 11. 15: - Ἐπιρρ. -τως = ἀθέσμως, παρανόμως, δεσποτικῶς, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 150.
}}
}}

Revision as of 10:53, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄθετος Medium diacritics: ἄθετος Low diacritics: άθετος Capitals: ΑΘΕΤΟΣ
Transliteration A: áthetos Transliteration B: athetos Transliteration C: athetos Beta Code: a)/qetos

English (LSJ)

ον, (τίθημι)

   A without position or place, μονὰς οὐσία ἄ., στιγμὴ δὲ οὐσία θετός Arist.AP0.87a36, cf. Metaph.1016b25, 1084b27, Dam.Pr.22.    2 not in its place, i.e. lying about, πλίνθος, λίθος, IG1.322i10,22.    3 not adopted, Posidipp.39, Anon.Rhythm.Oxy.9iv16.    II wasted, useless, χρόνος Plb.18.9.10; unfit, to be rejected, πρός τι D.S.11.15: c. dat., ῥευματισμοῖς, σπληνικοῖς, Dsc.1.128, 2.70.6; of persons, incompetent, PAmh.2.64.12 (ii A. D.). Adv. -τως, = ἀθέσμως, lawlessly, despotically, A.Pr.150 (lyr.); unsuitably, ἔχειν πρός τι Plu.2.715b, Philum.Ven.2.3.

German (Pape)

[Seite 46] 1) nicht gesetzt, dem θετός entgegengesetzt, Arist. Anal. post. 1, 23; = ἀποίητος, Posidipn. B. A. 350. – 2) zu verwerfen, Polyb. 17, 9, 10. Dah. ungeeignet, unpassend, πρός τι Diod. S. 11, 15; ebenso ἀθέτως ἔχειν πρός τι Plut. Symp. 7, 10, 2. – Bei Aesch. Pr. 150 ἀθέτως κρατὐνει Ζεύς, ungesetzlich.

Greek (Liddell-Scott)

ἄθετος: -ον, (τίθημι) ἄνευ θέσεως ἢ τόπου· οὕτω καλεῖται ἡ μονὰς κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν στιγμήν, ἥτις εἶνε θετή, Ἀριστ. Μεταφ. 4. 6, 25· ἡ μονὰς στιγμὴ ἄθ. ἐστι, αὐτόθι 12. 8. 27· πρβλ. Ἀναλ. Ὕστ. 1. 27. 2) ὁ μὴ ἐν τῇ οἰκείᾳ θέσει εὑρισκόμενος· πλίνθος, λίθος, Συλλ. Ἐπιγρ. 160. 1. 10, 22. ΙΙ. ὁ κατὰ μέρος τεθείς, ἀσθενής, Πολύβ. 17. 9. 10· ἐντεῦθεν: ἄχρηστος, ἀκατάλληλος, Διόδ. 11. 15: - Ἐπιρρ. -τως = ἀθέσμως, παρανόμως, δεσποτικῶς, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 150.