ἀποτελέω: Difference between revisions
εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος → in the name of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit
(13_7_2) |
(6_13a) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0330.png Seite 330]] (s. [[τελέω]]), 1) beendigen, vollenden, Her. 5, 92; ἔργα Plat. Polit. 308 e; [[χῶμα]] ἐν πένθ' ἡμέραις ἀποτελούμενον Legg. XII, 958 e; γωνίας Tim. 55 b; übh. ein Ausdruck der Mathematiker, eine Figur beschreiben; ἡ [[μάχη]] ἀπετελέσθη Pol. 5, 86 u. öfter; – 2) zu etwas machen, ἀμείνους ἐκ χειρόνων Plat. Polit. 297 b; τὴν πὀλιν ἡμῖν εὐδαίμονα ἀποτελεῖ Legg. IV, 718 b, u. sonst; τοιούτους ἄνδρας, [[ὥστε]] Pol. 6, 52, u. öfter, Auch pass., [[τύραννος]] ἀντὶ προστάτου ἀποτετελεσμένος Plat. Rep. VIII, 566 d u. öfter. – 3) etwas, was man zu leisten verpflichtet ist, leisten, Her. 4, 180; τὰ προσταχθέντα Plat. Legg. VII, 823 d; τὰ προσήκοντα, seine Schüldigkeit thun, Critia 108 d; Xen. Cyr. 5, 1, 14; τὰ καθήκοντα 1, 2, 5; ἀπαρχήν, die Erstlinge als Opfer darbringen, Plat. Legg. VII, 806 e. Ebenso ἀπαρχάς, χαριστήρια, τὰ νομιζόμενα, τὰ δίκαια, den üblichen, bestimmten Tribut zahlen, Xen. Cyr. 3, 2, 18 ff; – ἀποτετελεσμέ νος [[ἀνήρ]], ein vollkommener Mann, Hipp. 7, 4; ἀποτελεσθῆναι πρὸς ἀρετήν, in der Tugend vollendet sein, Luc. Herm. 8; vgl. Andoc. 2, 3; – ἐπιθυμίας Plat. Gorg. 508 d, u. öfter, Begierden befriedigen. – Ὁ Ἔρως ἀποτελούμενος περὶ [[τἀγαθά]], wird von Ar. erkl. »der verehrt wird«, Plat. Conv. 188 d. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0330.png Seite 330]] (s. [[τελέω]]), 1) beendigen, vollenden, Her. 5, 92; ἔργα Plat. Polit. 308 e; [[χῶμα]] ἐν πένθ' ἡμέραις ἀποτελούμενον Legg. XII, 958 e; γωνίας Tim. 55 b; übh. ein Ausdruck der Mathematiker, eine Figur beschreiben; ἡ [[μάχη]] ἀπετελέσθη Pol. 5, 86 u. öfter; – 2) zu etwas machen, ἀμείνους ἐκ χειρόνων Plat. Polit. 297 b; τὴν πὀλιν ἡμῖν εὐδαίμονα ἀποτελεῖ Legg. IV, 718 b, u. sonst; τοιούτους ἄνδρας, [[ὥστε]] Pol. 6, 52, u. öfter, Auch pass., [[τύραννος]] ἀντὶ προστάτου ἀποτετελεσμένος Plat. Rep. VIII, 566 d u. öfter. – 3) etwas, was man zu leisten verpflichtet ist, leisten, Her. 4, 180; τὰ προσταχθέντα Plat. Legg. VII, 823 d; τὰ προσήκοντα, seine Schüldigkeit thun, Critia 108 d; Xen. Cyr. 5, 1, 14; τὰ καθήκοντα 1, 2, 5; ἀπαρχήν, die Erstlinge als Opfer darbringen, Plat. Legg. VII, 806 e. Ebenso ἀπαρχάς, χαριστήρια, τὰ νομιζόμενα, τὰ δίκαια, den üblichen, bestimmten Tribut zahlen, Xen. Cyr. 3, 2, 18 ff; – ἀποτετελεσμέ νος [[ἀνήρ]], ein vollkommener Mann, Hipp. 7, 4; ἀποτελεσθῆναι πρὸς ἀρετήν, in der Tugend vollendet sein, Luc. Herm. 8; vgl. Andoc. 2, 3; – ἐπιθυμίας Plat. Gorg. 508 d, u. öfter, Begierden befriedigen. – Ὁ Ἔρως ἀποτελούμενος περὶ [[τἀγαθά]], wird von Ar. erkl. »der verehrt wird«, Plat. Conv. 188 d. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀποτελέω''': μέλλ. -τελέσω, Ἀττ. -τελῶ, [[φέρω]] ἐντελῶς εἰς [[πέρας]], ἀποτελειώνω, συμπληρῶ [[ἔργον]] τι, Ἡρόδ. 5. 92, 7, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 10, Πλάτ., κλ.: - Παθ. Θουκ. 4, 69: μετοχ. πρκμ. ἀποτετελεσμένος, [[τέλειος]], Λατ. omnibus, numeris absolutus, Ξεν. Οἰκ. 13, 3. 2) [[παράγω]], προξενῶ, νοσήματα Πλάτ. Τίμ. 84C: - Παθ., Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 19, 20. 3) ἐκπληρῶ, ἐκτελῶ ὅ, τι [[ὀφείλω]] ἢ εἶμαι [[ὑπόχρεως]] νὰ ἐκπληρώσω, ἐκτελέσω, τὰς εὐχάς σφι ἀπ. Ἡρόδ. 2. 65· τῷ Θεῷ τὰ πάτρια ὁ αὐτ. 4. 180· τὰ νομιζόμενα Ξεν. Κύρ. 3. 2, 19, τελετάς τινας Πλάτ. Νόμ. 815C· ἀπαρχὴν τῶν ἐκ τῆς γῆς ὁ αὐτ. 806Ε. 4) ἐκπληρῶ, ἐκτελῶ, [[ὅπως]] καὶ οὗτοι τὰ καθήκοντα ἀποτελῶσιν Ξεν. Κύρ. 1. 2, 5· προσταχθέντα Πλάτ. Νόμ. 823D· τὰ προσήκοντα ὁ αὐτ. Κριτί. 108D· ἀπ. ἄρτον Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 9. β) ἰδίως ἐπὶ ἐπιδράσεως τῶν ἄστρων, Δίων Κ. 45. 1, κτλ. πρβλ. [[ἀποτέλεσμα]]. 5) καθιστῶ τι τοιοῦτον ἢ τοιοῦτον, ὡς τὸ ἀποδεικνύναι ἢ παρέχειν, τὴν πόλιν ἀπ. εὐδαίμονα Πλάτ. Νόμ. 718Β· ἀμείνους ἐκ χειρόνων ἀπ. ὁ αὐτ. Πολιτ. 297Β· τοιούτους ἄνδρας [[ὥστε]]… Πολύβ. 6.52,11· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ἄμεμπτον φίλον ἀποτελέσασθαι, καταστῆσαι αὐτὸν φίλον ἄμεμπτον, ἁγνόν, Ξεν. Λακ. Πολ. 2. 13: - Παθ. [[τύραννος]] ἀντὶ προστάτου ἀποτετελεσμένος Πλάτ. Πολ. 566D· ἐνύπνιον τέλεον ἀποτ., ἀποβαίνει…, [[αὐτόθι]] 443Β. 6) πληρῶ, [[κορέννυμι]], χορταίνω (μεταβ.) τὰς ἐπιθυμίας Γοργ. 503D: - Παθ. Πολ. 558Ε, κ. ἀλλ. ΙΙ. Παθ., προσκυνοῦμαι, λατρεύομαι, Συμπ. 188· | |||
}} | }} |
Revision as of 10:58, 5 August 2017
English (LSJ)
fut. -τελέσω, Att. -τελῶ,
A bring to an end, complete a work, Hdt.5.92.ή, X.HG3.2.10, Pl.Plt.308e, etc.:—Pass., Th.4.69: pf. part. ἀποτετελεσμένος perfect, ἐπίτροπος X.Oec.13.3. 2 produce, νοσήματα Pl.Ti.84c, cf. Epicur.Ep.1p.20U., M.Ant.10.26, etc.: —Pass., Arist.Cael.268b26. 3 pay or perform what is due, τὰς εὐχάς σφι ἀ. Hdt.2.65; τῷ θεῷ τὰ πάτρια Id.4.180; of rent or tribute, τὰ νομιζόμενα X.Cyr.3.2.19; ἀπαρχὴν τῶν ἐκ τῆς γῆς Pl.Lg.806e; pay or suffer, παραπλήσια τοῖς Καμβύσου παθήμασιν ib.695e. 4 accomplish, perform, τὰ καθήκοντα X.Cyr. 1.2.5; προσταχθέντα Pl.Lg.823d; τὰ προσήκοντα Id.Criti.108d; ἀ. ἄρτον accomplish the making of bread, Hp.VM3; ἓν ὑφ' ἑνὸς ἕργον ἄριστ' ἀποτελεῖται Arist.Pol.1273b10. b esp. of astral influences, Ptol.Tetr.1, D.C.45.1, etc.; cf. ἀποτέλεσμα. c. Astrol., make a forecast, περὶ ζωῆς Ps. Ptol.Centil. 215. 5 render of a certain kind, τὴν πόλιν ἀ. εὐδαίμονα make the state quite happy, Pl.Lg.718b; ἀμείνους ἐκ χειρόνων ἀ. Id.Plt.297b, cf. Lg.823d; τοιούτους ἄνδρας ὥστε . . Plb.6.52.11:—in Med., ἄμεμπτον φίλον ἀποτελέσασθαι make him without blame towards himself. X.Lac.2.13:— Pass., τύραννος ἀντὶ προστάτου ἀποτετελεσμένος Pl.R.566d; ἐνύπνιον τέλεον ἀ. turns out .., ib.443b. 6 fill up, satiate, τὰς ἐπιθυμίας Id.Grg.503d:—Pass., Id.R.558e, al. II Pass., to be worshipped, Id.Smp.188d.
German (Pape)
[Seite 330] (s. τελέω), 1) beendigen, vollenden, Her. 5, 92; ἔργα Plat. Polit. 308 e; χῶμα ἐν πένθ' ἡμέραις ἀποτελούμενον Legg. XII, 958 e; γωνίας Tim. 55 b; übh. ein Ausdruck der Mathematiker, eine Figur beschreiben; ἡ μάχη ἀπετελέσθη Pol. 5, 86 u. öfter; – 2) zu etwas machen, ἀμείνους ἐκ χειρόνων Plat. Polit. 297 b; τὴν πὀλιν ἡμῖν εὐδαίμονα ἀποτελεῖ Legg. IV, 718 b, u. sonst; τοιούτους ἄνδρας, ὥστε Pol. 6, 52, u. öfter, Auch pass., τύραννος ἀντὶ προστάτου ἀποτετελεσμένος Plat. Rep. VIII, 566 d u. öfter. – 3) etwas, was man zu leisten verpflichtet ist, leisten, Her. 4, 180; τὰ προσταχθέντα Plat. Legg. VII, 823 d; τὰ προσήκοντα, seine Schüldigkeit thun, Critia 108 d; Xen. Cyr. 5, 1, 14; τὰ καθήκοντα 1, 2, 5; ἀπαρχήν, die Erstlinge als Opfer darbringen, Plat. Legg. VII, 806 e. Ebenso ἀπαρχάς, χαριστήρια, τὰ νομιζόμενα, τὰ δίκαια, den üblichen, bestimmten Tribut zahlen, Xen. Cyr. 3, 2, 18 ff; – ἀποτετελεσμέ νος ἀνήρ, ein vollkommener Mann, Hipp. 7, 4; ἀποτελεσθῆναι πρὸς ἀρετήν, in der Tugend vollendet sein, Luc. Herm. 8; vgl. Andoc. 2, 3; – ἐπιθυμίας Plat. Gorg. 508 d, u. öfter, Begierden befriedigen. – Ὁ Ἔρως ἀποτελούμενος περὶ τἀγαθά, wird von Ar. erkl. »der verehrt wird«, Plat. Conv. 188 d.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποτελέω: μέλλ. -τελέσω, Ἀττ. -τελῶ, φέρω ἐντελῶς εἰς πέρας, ἀποτελειώνω, συμπληρῶ ἔργον τι, Ἡρόδ. 5. 92, 7, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 10, Πλάτ., κλ.: - Παθ. Θουκ. 4, 69: μετοχ. πρκμ. ἀποτετελεσμένος, τέλειος, Λατ. omnibus, numeris absolutus, Ξεν. Οἰκ. 13, 3. 2) παράγω, προξενῶ, νοσήματα Πλάτ. Τίμ. 84C: - Παθ., Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 19, 20. 3) ἐκπληρῶ, ἐκτελῶ ὅ, τι ὀφείλω ἢ εἶμαι ὑπόχρεως νὰ ἐκπληρώσω, ἐκτελέσω, τὰς εὐχάς σφι ἀπ. Ἡρόδ. 2. 65· τῷ Θεῷ τὰ πάτρια ὁ αὐτ. 4. 180· τὰ νομιζόμενα Ξεν. Κύρ. 3. 2, 19, τελετάς τινας Πλάτ. Νόμ. 815C· ἀπαρχὴν τῶν ἐκ τῆς γῆς ὁ αὐτ. 806Ε. 4) ἐκπληρῶ, ἐκτελῶ, ὅπως καὶ οὗτοι τὰ καθήκοντα ἀποτελῶσιν Ξεν. Κύρ. 1. 2, 5· προσταχθέντα Πλάτ. Νόμ. 823D· τὰ προσήκοντα ὁ αὐτ. Κριτί. 108D· ἀπ. ἄρτον Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 9. β) ἰδίως ἐπὶ ἐπιδράσεως τῶν ἄστρων, Δίων Κ. 45. 1, κτλ. πρβλ. ἀποτέλεσμα. 5) καθιστῶ τι τοιοῦτον ἢ τοιοῦτον, ὡς τὸ ἀποδεικνύναι ἢ παρέχειν, τὴν πόλιν ἀπ. εὐδαίμονα Πλάτ. Νόμ. 718Β· ἀμείνους ἐκ χειρόνων ἀπ. ὁ αὐτ. Πολιτ. 297Β· τοιούτους ἄνδρας ὥστε… Πολύβ. 6.52,11· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ἄμεμπτον φίλον ἀποτελέσασθαι, καταστῆσαι αὐτὸν φίλον ἄμεμπτον, ἁγνόν, Ξεν. Λακ. Πολ. 2. 13: - Παθ. τύραννος ἀντὶ προστάτου ἀποτετελεσμένος Πλάτ. Πολ. 566D· ἐνύπνιον τέλεον ἀποτ., ἀποβαίνει…, αὐτόθι 443Β. 6) πληρῶ, κορέννυμι, χορταίνω (μεταβ.) τὰς ἐπιθυμίας Γοργ. 503D: - Παθ. Πολ. 558Ε, κ. ἀλλ. ΙΙ. Παθ., προσκυνοῦμαι, λατρεύομαι, Συμπ. 188·