ἀνδρείκελος: Difference between revisions
ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief
(13_6a) |
(6_16) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0217.png Seite 217]] einem Manne, Menschen ähnlich, τὸ ἀνδρ., sc. [[χρῶμα]], eine Farbenmischung, der Fleischfarbe des Menschen entsprechend, Tim. Lex. Pl. [[χρόα]] ἐπιτηδεία πρὸς ἀνδρὸς μίμησιν, zu Plat. Crat. 424 d; übtr., συμμιγνύντες καὶ κεραννύντες ἐκ τῶν ἐπιτηδευμάτων τὸ ἀνδρ., im Ggstz des [[θεοείκελος]], ein Bild des Menschen, Rep. VI, 501 b; [[τύπωσις]] Plut. Alex. 72; εἴδωλα D. Hal. 1, 38. Als Schminke gebraucht, ὀφθαλμοὺς ὑπαλειφόμενος ἀνδρεικέλῳ Xen. Oec. 10. 5; ἀνδρεικέλου [[χρῶμα]] ibd. 6. Bei Theaet. Schol. 4 (Plan. 221) Statue. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0217.png Seite 217]] einem Manne, Menschen ähnlich, τὸ ἀνδρ., sc. [[χρῶμα]], eine Farbenmischung, der Fleischfarbe des Menschen entsprechend, Tim. Lex. Pl. [[χρόα]] ἐπιτηδεία πρὸς ἀνδρὸς μίμησιν, zu Plat. Crat. 424 d; übtr., συμμιγνύντες καὶ κεραννύντες ἐκ τῶν ἐπιτηδευμάτων τὸ ἀνδρ., im Ggstz des [[θεοείκελος]], ein Bild des Menschen, Rep. VI, 501 b; [[τύπωσις]] Plut. Alex. 72; εἴδωλα D. Hal. 1, 38. Als Schminke gebraucht, ὀφθαλμοὺς ὑπαλειφόμενος ἀνδρεικέλῳ Xen. Oec. 10. 5; ἀνδρεικέλου [[χρῶμα]] ibd. 6. Bei Theaet. Schol. 4 (Plan. 221) Statue. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀνδρείκελος''': -ον, [[ὅμοιος]] ἀνδρί, εἴδωλα ποιοῦντες ἀνδρείκελα Διον. Ἁλ. Ρητορ. 1. 38· ἔφη τῶν ὀρῶν [[μάλιστα]] τὸν Θρᾴκιον Ἄθων διατύπωσιν [[ἀνδρείκελον]] δέχεσθαι Πλουτ. Ἀλέξ. 72. Ὁ [[τύπος]] ἀνδροείκελος [[εἶναι]] μεταγενέστ. καὶ [[ἀμφίβολος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:58, 5 August 2017
English (LSJ)
ον,
A like a man, εἴδωλα D.H.1.38; διατύπωσις Plu.Alex.72.
German (Pape)
[Seite 217] einem Manne, Menschen ähnlich, τὸ ἀνδρ., sc. χρῶμα, eine Farbenmischung, der Fleischfarbe des Menschen entsprechend, Tim. Lex. Pl. χρόα ἐπιτηδεία πρὸς ἀνδρὸς μίμησιν, zu Plat. Crat. 424 d; übtr., συμμιγνύντες καὶ κεραννύντες ἐκ τῶν ἐπιτηδευμάτων τὸ ἀνδρ., im Ggstz des θεοείκελος, ein Bild des Menschen, Rep. VI, 501 b; τύπωσις Plut. Alex. 72; εἴδωλα D. Hal. 1, 38. Als Schminke gebraucht, ὀφθαλμοὺς ὑπαλειφόμενος ἀνδρεικέλῳ Xen. Oec. 10. 5; ἀνδρεικέλου χρῶμα ibd. 6. Bei Theaet. Schol. 4 (Plan. 221) Statue.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδρείκελος: -ον, ὅμοιος ἀνδρί, εἴδωλα ποιοῦντες ἀνδρείκελα Διον. Ἁλ. Ρητορ. 1. 38· ἔφη τῶν ὀρῶν μάλιστα τὸν Θρᾴκιον Ἄθων διατύπωσιν ἀνδρείκελον δέχεσθαι Πλουτ. Ἀλέξ. 72. Ὁ τύπος ἀνδροείκελος εἶναι μεταγενέστ. καὶ ἀμφίβολος.