νεολαία: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village

Source
(13_4)
(6_9)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0242.png Seite 242]] ἡ, das junge Volk, [[λαός]], die junge Mannschaft; [[νεολαία]] γὰρ [[ἤδη]] κατὰ πᾶσ' ὄλωλεν, Aesch. Pers. 657; Suppl. 670; γυναικῶν, Eur. Alc. 103; [[θῆλυς]], Theocr. 18, 24; in späterer Prosa, wie Hdn. 3, 4, 2; vgl. Lob. zu Phryn. 404.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0242.png Seite 242]] ἡ, das junge Volk, [[λαός]], die junge Mannschaft; [[νεολαία]] γὰρ [[ἤδη]] κατὰ πᾶσ' ὄλωλεν, Aesch. Pers. 657; Suppl. 670; γυναικῶν, Eur. Alc. 103; [[θῆλυς]], Theocr. 18, 24; in späterer Prosa, wie Hdn. 3, 4, 2; vgl. Lob. zu Phryn. 404.
}}
{{ls
|lstext='''νεολαία''': ἡ, ([[λεώς]], λαὸς) [[ὅμιλος]] νέων, οἱ νέοι τοῦ ἔθνους τινός, Λατ. juventus, Αἰσχύλ. Πέρσ. 672, Ἱκέτ. 686, Θεόκρ. 18. 24. - Ἡ λέξ. [[εἶναι]] Δωρική, [[ὅθεν]] κεῖται μόνον ἐν Λυρικοῖς χωρίοις τῶν Τραγ.· μνημονεύεται [[ὅμως]] καὶ ἔκ τινος κωμικοῦ τριμέτρου (Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 57) ὑπὸ Φωτ., πρβλ. Λουκ. Ἀνάχ. 38· περὶ δὲ τοῦ ἐν Εὐρ. Ἀλκ. 103, ἴδε ἐν λ. [[νεαλής]].
}}
}}

Revision as of 10:59, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεολαία Medium diacritics: νεολαία Low diacritics: νεολαία Capitals: ΝΕΟΛΑΙΑ
Transliteration A: neolaía Transliteration B: neolaia Transliteration C: neolaia Beta Code: neolai/a

English (LSJ)

ἡ, (λεώς, λαός)

   A a band of youths, the youth of a nation, A. Pers.669, Supp.687; θῆλυς ν., of a band of maidens, Theoc.18.24: as Adj., ν. χεὶρ γυναικῶν E.Alc.103.—Dor. word, used by Trag. only in lyr., also in Ar.Fr.67 and in late Prose, Luc.Phal.1.3, Hld.8.16, Hdn.4.9.4, Alciphr.1.6, Herm.in Phdr.p.101A.

German (Pape)

[Seite 242] ἡ, das junge Volk, λαός, die junge Mannschaft; νεολαία γὰρ ἤδη κατὰ πᾶσ' ὄλωλεν, Aesch. Pers. 657; Suppl. 670; γυναικῶν, Eur. Alc. 103; θῆλυς, Theocr. 18, 24; in späterer Prosa, wie Hdn. 3, 4, 2; vgl. Lob. zu Phryn. 404.

Greek (Liddell-Scott)

νεολαία: ἡ, (λεώς, λαὸς) ὅμιλος νέων, οἱ νέοι τοῦ ἔθνους τινός, Λατ. juventus, Αἰσχύλ. Πέρσ. 672, Ἱκέτ. 686, Θεόκρ. 18. 24. - Ἡ λέξ. εἶναι Δωρική, ὅθεν κεῖται μόνον ἐν Λυρικοῖς χωρίοις τῶν Τραγ.· μνημονεύεται ὅμως καὶ ἔκ τινος κωμικοῦ τριμέτρου (Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 57) ὑπὸ Φωτ., πρβλ. Λουκ. Ἀνάχ. 38· περὶ δὲ τοῦ ἐν Εὐρ. Ἀλκ. 103, ἴδε ἐν λ. νεαλής.