νεαλής
English (LSJ)
νεαλές,
A newly caught, Suid., Hsch., Ammon.Diff.p.95 V.
2 fresh, not tired, of persons and animals, ἕως νεαλής ἐστιν αὐτὴν τὴν ἀκμήν Ar. Fr.361; ἵπποι νεαλεῖς, opp. ἀπειρηκότες, X.Cyr.8.6.17; νεαλέστεροι ὄντες Pl.Plt.265b; freq. of soldiers, ἀκμαῖοι καὶ ν. Plb.3.73.5, cf. 10.14.3; ἀήττητοι καὶ νεαλεῖς Plu.Ant.39 (hence of reserve troops, App.BC1.58); νεαλὴς καὶ πρόθυμος Plu.2.669a; νεαλέστερος ἐπεισελθεῖν Luc.Merc.Cond.26, cf. Alex.16.
3 (νέος, ἅλς A) freshly salted, opp. τεταριχευμένος, D.25.61 (metaph.); τυρός Archig. ap. Gal.12.808; κρέας Gal.6.528; of a dead body, Luc.Nec.15; νεαλὲς γάλα Nic.Al.364 (νεαρόν cod. opt.).
II young, = νεαρός, μόσχος ib.358. [ᾰ only in Nic. ll.cc.]
German (Pape)
[Seite 234] ές (nach Phryn. in B. A. 52, 20 von ἁλές, = ἀθρόον, νεωστὶ γεγενημένον καὶ συνενηνεγμένον), jugendlich frisch, munter, stark; νεαλέστεροι γὰρ ὄντες ῥᾷον αὐτὴν πορευσόμεθα, Plat. Polit. 265 b; noch nicht erschöpft, Pol. 3, 73, 5. 10, 14, 3; neben πρόσφατος, dem τεταριχευμένος entgeggstzt, Dem. 25, 61; καὶ ἀήττητοι, Plut. Anton. 39; μόσχος, Nic. Al. 358; πάτος, Ther. 933; νεαλέστεροι, unerfahrener, Luc. Al. 16. – Nach Hesych. auch = νεάλωτος, eben erst gefangen, was, von Fischen gesagt, mit dem Vorigen zusammenfallend, nur eine andere Ableitung desselben Wortes zu sein scheint. Andere noch leiten es von ἁλίζω ab, frisch gesalzen. – Die Länge des α, von Phot. behauptet und aus einem frg. des Ar. belegt, findet sich bei Nic. nicht bestätigt, vgl. Mein. Men. p. 287.
French (Bailly abrégé)
1ής, ές :
qui est dans la force de la croissance, de la jeunesse, non encore fatigué, frais ; en mauv. part novice, inexpérimenté;
Cp. νεαλέστερος.
Étymologie: νέος, ἄλδω.
2ής, ές :
fraîchement salé.
Étymologie: νέος, ἅλς².
Russian (Dvoretsky)
νεᾱλής:
1 молодой, юный, бодрый (ἀκμαῖος καὶ ν. Polyb.; ν. καὶ πρόθυμος Plut.);
2 свежий, не измученный (ἵππος Xen.);
3 свежий, не подвергшийся разложению (νεκρός Luc.);
4 неопытный Luc.
Greek (Liddell-Scott)
νεᾱλής: -ές, ἔχων νεανικὴν δύναμιν, νέος, νεαρός, ζωηρός, ἰσχυρός, ἐπὶ ἀνθρώπων καὶ ζῴων, ἕως νεαλής ἐστιν αὐτὴν τὴν ἀκμὴν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 330· ἵπποι νεαλεῖς, ἀντίθ. τῷ ἀπειρηκότες, Ξεν. Κύρ. 8. 6, 17· νεαλέστεροι ὄντες Πλάτ. Πολιτικ. 265Β· συχν. ἐπὶ στρατιωτῶν, ἀκμαῖοι καὶ νεαλεῖς Πολύβ. 3. 73. 5, πρβλ. 10. 14, 3· ἀήττητοι καὶ ν. Πλουτ. Ἀντ. 39, πρβλ. Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 58· ν. καὶ πρόθυμος Πλούτ. 2. 669Α· νεαλέστερος ἐπανελθεῖν Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 26, πρβλ. Ἀλέξ. 16. 2) ἐπὶ ἰχθύων, πρόσφατος, ἀντίθ. τῷ τεταραχευμένος, Δημ. 788. 23· οὕτω, ν. γάλα, τυρός, Νικ. Ἀλεξιφ. 364, Γαλην.· ἐπὶ νεκροῦ σώματος, Λουκ. Νεκυομ. 15. ΙΙ. νέος τὴν ἡλικίαν = νεαρός, Νικ. Ἀλεξιφ. 358· - καὶ ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας ὁ W. Dind. εἰσάγει τὴν λέξιν εἰς δύο χωρία τῶν Τραγ. χάριν τοῦ μέτρου, οἰὸς νεᾱλοῦς... μαλλῷ (τὰ Ἀντίγραφ. νεᾰρᾶς) Σοφ. Ο. Κ. 475· οὐδὲ νεᾱλὴς δουπεῖ χεὶρ γυναικῶν (τὰ Ἀντίγραφα νεολαία) Εὐρ. Ἄλκ. 103. [ᾰ μόνον παρὰ Νικ.]
Greek Monolingual
νεαλής, -ές (Α)
1. αυτός που έχει συλληφθεί πρόσφατα
2. (για πρόσ. και ζώα) αυτός που έχει νεανική δύναμη, ακμαίος, σφριγηλός
3. αυτός που είναι νεαρός στην ηλικία
4. αυτός που είναι άπειρος σε κάτι, αρχάριος
5. (για ψάρια) νωπός, φρέσκος
6. αυτός που έχει αλατιστεί πρόσφατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη < νέος + -αλ-ής, που εμφανίζει το θ. αλ- του αν-αλ-τος (Ι) «άπληστος, ακόρεστος» και συνδέεται με το λατ. alo «τρέφω». Οι αρχαίοι, ωστόσο, συνέδεαν το β' συνθετικό με το ἁλίσκομαι (πρβλ. δουριαλής, ευαλής), οπότε η κυριολεκτική σημ. είναι «ο πρόσφατα αποκτηθείς»].
Greek Monotonic
νεᾱλής: -ές 1. = νέος, νεαρός, ακμαίος, ζωηρός, σε Ξεν., Πλάτ.
2. λέγεται για ψάρι, φρέσκος, σε Δημ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: fresh, powerful, rested (Ar. Fr. 361, Pl., X.. D.).
Other forms: -αλής Nic.
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Prop. "newly fed, newly grown (up)", *νεο-αλ-ής, compound of νέος and the root of an old verb feed, nourish preserved in ἄν-αλ-τος (s.v.), cf. Lat. alō etc.) with compositional lengthening and suffix -ής (cf. Schwyzer 513). Slightly different Prellwitz s.v.
Middle Liddell
νεᾱλής, ές = νέος
1. young, fresh, Xen., Plat.
2. of fish, fresh, Dem.
Frisk Etymology German
νεαλής: {neālḗs}
Forms: (-αλής Nik.)
Meaning: frisch, kräftig, ausgeruht (Ar. Fr. 361, Pl., X.. D. usw. ).
Etymology: Eig. "neugenährt, neuerwachsen", *νεοαλής, Zusammenbildung von νέος und dem auch in ἄναλτος (s.d.) erhaltenen Verb nähren, wachsen machen (lat. alō usw.) mit kompositioneller Dehnung und suffixalem -ής (vgl. Schwyzer 513). Etwas abweichend Prellwitz s.v.
Page 2,296
English (Woodhouse)
vigorous, young, in one's prime
Mantoulidis Etymological
(=νεαρός, ρωμαλέος, πρόσφατος). Ἀπό τό νέος, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.