μετοίχομαι: Difference between revisions
(13_5) |
(6_13a) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0161.png Seite 161]] (s. [[οἴχομαι]]), weg- u. anderswohin gehen, Ap. Rh. 4, 758; nach Einem gehen, um ihn zu holen, [[κήρυξ]] δὲ μετῴχετο [[θεῖον]] ἀοιδόν, Od. 8, 47, vgl. Il. 10, 111; ähnlich καθαρμὸν ὃν [[μετοίχομαι]], Eur. I. T. 1332; auch im feindlichen Sinne, verfolgen, τινά, Il. 5, 148; – zwischen hin-, durchgehen, ἀνὰ [[ἄστυ]], Od. 8, 7; – mitgehen, absolut, Od. 19, 24. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0161.png Seite 161]] (s. [[οἴχομαι]]), weg- u. anderswohin gehen, Ap. Rh. 4, 758; nach Einem gehen, um ihn zu holen, [[κήρυξ]] δὲ μετῴχετο [[θεῖον]] ἀοιδόν, Od. 8, 47, vgl. Il. 10, 111; ähnlich καθαρμὸν ὃν [[μετοίχομαι]], Eur. I. T. 1332; auch im feindlichen Sinne, verfolgen, τινά, Il. 5, 148; – zwischen hin-, durchgehen, ἀνὰ [[ἄστυ]], Od. 8, 7; – mitgehen, absolut, Od. 19, 24. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''μετοίχομαι''': μέλλ. -οιχήσομαι· ἀποθ.· - [[ἀπέρχομαι]] πρὸς ἀναζήτησίν τινος, [[ὅπως]] καλέσω ἢ ἀγάγω αὐτόν, τούσδε μετοιχόμενος Ἰλ. Κ. 111· [[κῆρυξ]] δὲ μετῴχετο [[θεῖον]] ἀοιδὸν Ὀδ. Θ. 47· μετ’ αἰτ. πράγμ., ζητῶ τι, Εὐρ. Ι. Τ. 1332. 2) [[μετὰ]] ἐχθρικοῦ σκοποῦ, ὁρμῶ, ἐφορμῶ, ἐπιτίθεμαι, [[καταδιώκω]], ὁ δ’ Ἄβαντα μετῴχετο Ἰλ. Ε. 148. 3) [[διέρχομαι]]…, ἀνὰ ἄστυ Ὀδ. Θ. 7. 4) [[ἀπέρχομαι]] μετά τινος, τίς τοι... μετοιχομένη [[φάος]] οἴσει; Τ. 24. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:59, 5 August 2017
English (LSJ)
A go after, go in quest of, τούσδε μετοιχόμενος Il.10.111; κῆρυξ δὲ μετῴχετο θεῖον ἀοιδόν Od.8.47: c. acc. rei, = μετέρχομαι IV.3, καθαρμόν E.IT1332. 2 with hostile intent, rush upon, pursue, ὁ δ' Ἄβαντα μετῴχετο Il.5.148. 3 go among or through, ἀνὰ ἄστυ Od.8.7 (or in signf. 1). 4 follow behind, τίς τοι . . μετοιχομένη φάος οἴσει; 19.24.
German (Pape)
[Seite 161] (s. οἴχομαι), weg- u. anderswohin gehen, Ap. Rh. 4, 758; nach Einem gehen, um ihn zu holen, κήρυξ δὲ μετῴχετο θεῖον ἀοιδόν, Od. 8, 47, vgl. Il. 10, 111; ähnlich καθαρμὸν ὃν μετοίχομαι, Eur. I. T. 1332; auch im feindlichen Sinne, verfolgen, τινά, Il. 5, 148; – zwischen hin-, durchgehen, ἀνὰ ἄστυ, Od. 8, 7; – mitgehen, absolut, Od. 19, 24.
Greek (Liddell-Scott)
μετοίχομαι: μέλλ. -οιχήσομαι· ἀποθ.· - ἀπέρχομαι πρὸς ἀναζήτησίν τινος, ὅπως καλέσω ἢ ἀγάγω αὐτόν, τούσδε μετοιχόμενος Ἰλ. Κ. 111· κῆρυξ δὲ μετῴχετο θεῖον ἀοιδὸν Ὀδ. Θ. 47· μετ’ αἰτ. πράγμ., ζητῶ τι, Εὐρ. Ι. Τ. 1332. 2) μετὰ ἐχθρικοῦ σκοποῦ, ὁρμῶ, ἐφορμῶ, ἐπιτίθεμαι, καταδιώκω, ὁ δ’ Ἄβαντα μετῴχετο Ἰλ. Ε. 148. 3) διέρχομαι…, ἀνὰ ἄστυ Ὀδ. Θ. 7. 4) ἀπέρχομαι μετά τινος, τίς τοι... μετοιχομένη φάος οἴσει; Τ. 24.