ἀνειπεῖν: Difference between revisions

From LSJ

Κἀν τοῖς ἀγροίκοις ἐστὶ παιδείας ἔρως → Doctrinae habetur ratio vel ab agrestis → Im Landmann lebt die Lust auf Bildung ebenso

Menander, Monostichoi, 308
(13_5)
 
(6_5)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0220.png Seite 220]] aor. zu [[ἀναγορεύω]], vgl. [[ἀνερῶ]], öffentlich bekannt machen, ausrufen, bes. vom Herold, τινά, Pind. P. 1, 32. 10, 14; Andoc. 1, 36; Thuc. 2, 2; ὁ δ' ἀνεῖπε, sc. ὁ [[κήρυξ]], Ar. Ach. 11; στέφανον Dem. 18, 55. Bei Xen. Cyr. 4, 2, 35, τῷ ἀπειθοῦντι πάντα τὰ χαλεπά, das härteste androhen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0220.png Seite 220]] aor. zu [[ἀναγορεύω]], vgl. [[ἀνερῶ]], öffentlich bekannt machen, ausrufen, bes. vom Herold, τινά, Pind. P. 1, 32. 10, 14; Andoc. 1, 36; Thuc. 2, 2; ὁ δ' ἀνεῖπε, sc. ὁ [[κήρυξ]], Ar. Ach. 11; στέφανον Dem. 18, 55. Bei Xen. Cyr. 4, 2, 35, τῷ ἀπειθοῦντι πάντα τὰ χαλεπά, das härteste androhen.
}}
{{ls
|lstext='''ἀνειπεῖν''': ἀόρ. χωρὶς ἐνεστῶτος ἐν χρήσει, ἀνθ’ οὗ κεῖται τὸ [[ἀναγορεύω]], πρβλ. [[ἀνερῶ]]: ― [[ἀναγγέλλω]], ἀνακηρύττω, ἰδίως διὰ κήρυκος, [[κάρυξ]] ἀνέειπέ νιν, κήρυξ ἀνεκήρυξεν αὐτὸν νικητήν, Πινδ. Π. 1. 61· διαυλοδρομᾶν ὕπατον παίδων ἀνέειπεν 10. 12· στέφανον Συλλ. Ἐπιγρ. 2374 e. 34 (σ. 1074), πρβλ. Δημ. 244. 2· τῷ ἀπειθοῦντι πάντα τὰ χαλεπὰ ἀνεῖπεν Ξεν. Κύρ. 4. 2, 35: ― μετ’ αἰτιατ. καὶ ἀπαρ., προκηρύττω ὅτι.., τοὺς γεωργοὺς ἀπιέναι Ἀριστοφ. Εἰρ. 550· [[κήρυγμα]] τόδε ἀνειπών, ... τὸν μὲν βουλόμενον ... μένειν κτλ., Θουκ. 4.105· οὕτω καί: εἴ τις εἴη ... ἐκφαίνεσθαι Ξεν. Κύρ. 4. 5, 56: - ἀπολ., [[ἀναγγέλλω]], δίδω εἴδησιν, ἐν ταῖς Ἀθηναϊκαῖς ἐκκλησίαις, τοῖς δικαστηρίοις, τοῖς θεάτροις, κτλ., ἀνεῖπεν ὁ κήρυξ Θουκ. 2. 2, πρβλ. Εὐρ. Ἴωνα 1167, Πλάτ. Πολ. 580Β, κτλ.· ὁ δ’ ἀνεῖπε (δηλ. δ κήρυξ) Ἀριστοφ. Ἀχ. 11· ἐν τῷ βουλευτηρίῳ ἀν. Δημ. 244. 2: - [[ὡσαύτως]] [[ἁπλῶς]], [[λέγω]] τι [[μεγάλη]] τῇ φωνῇ, τῷ δ’ ἀνεῖπεν [[ἔνδοθεν]], ‘εἰς κόρακας’, Λουκ. Ἀλεξιφ. 46. - Ὁ παθ. [[τύπος]] [[εἶναι]] ἀνερρήθην: ἀναρρηθεὶς ἡγεμὼν Ξεν. Ἑλλ. 1. 4, 20, κτλ.· ἀναρρηθέντος ἐν τῷ θεάτρῳ τοῦ στεφάνου Δημ. 253. 6, πρβλ. 277. 3· τὸν ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ ἀναρρηθέντα στέφανον Αἰσχίν. 60. 9: μέλλ. ἀναρρηθήσεται ὁ αὐτ. 74. 31· [[οὕτως]] ἐν τῷ πρκμ. ἀνειρήσθω, θεωρηθήτω ὡς γεγενημένη ἡ [[ἀναγόρευσις]] ([[ἔνθα]] κατ’ ἐνεστῶτα μὲν ἀντιστοιχεῖ πρὸς τὸ [[προσαναγορεύω]], κατ’ ἀόριστον δὲ πρὸς τὸ ἀνεῖπον), Πλάτ. Πολ. 580C. ΙΙ· ἐπικαλοῦμαι, θεοὺς Πλουτ. σύγκρ. Ρωμ. καὶ Θησ. 6.
}}
}}

Revision as of 11:03, 5 August 2017

German (Pape)

[Seite 220] aor. zu ἀναγορεύω, vgl. ἀνερῶ, öffentlich bekannt machen, ausrufen, bes. vom Herold, τινά, Pind. P. 1, 32. 10, 14; Andoc. 1, 36; Thuc. 2, 2; ὁ δ' ἀνεῖπε, sc. ὁ κήρυξ, Ar. Ach. 11; στέφανον Dem. 18, 55. Bei Xen. Cyr. 4, 2, 35, τῷ ἀπειθοῦντι πάντα τὰ χαλεπά, das härteste androhen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνειπεῖν: ἀόρ. χωρὶς ἐνεστῶτος ἐν χρήσει, ἀνθ’ οὗ κεῖται τὸ ἀναγορεύω, πρβλ. ἀνερῶ: ― ἀναγγέλλω, ἀνακηρύττω, ἰδίως διὰ κήρυκος, κάρυξ ἀνέειπέ νιν, κήρυξ ἀνεκήρυξεν αὐτὸν νικητήν, Πινδ. Π. 1. 61· διαυλοδρομᾶν ὕπατον παίδων ἀνέειπεν 10. 12· στέφανον Συλλ. Ἐπιγρ. 2374 e. 34 (σ. 1074), πρβλ. Δημ. 244. 2· τῷ ἀπειθοῦντι πάντα τὰ χαλεπὰ ἀνεῖπεν Ξεν. Κύρ. 4. 2, 35: ― μετ’ αἰτιατ. καὶ ἀπαρ., προκηρύττω ὅτι.., τοὺς γεωργοὺς ἀπιέναι Ἀριστοφ. Εἰρ. 550· κήρυγμα τόδε ἀνειπών, ... τὸν μὲν βουλόμενον ... μένειν κτλ., Θουκ. 4.105· οὕτω καί: εἴ τις εἴη ... ἐκφαίνεσθαι Ξεν. Κύρ. 4. 5, 56: - ἀπολ., ἀναγγέλλω, δίδω εἴδησιν, ἐν ταῖς Ἀθηναϊκαῖς ἐκκλησίαις, τοῖς δικαστηρίοις, τοῖς θεάτροις, κτλ., ἀνεῖπεν ὁ κήρυξ Θουκ. 2. 2, πρβλ. Εὐρ. Ἴωνα 1167, Πλάτ. Πολ. 580Β, κτλ.· ὁ δ’ ἀνεῖπε (δηλ. δ κήρυξ) Ἀριστοφ. Ἀχ. 11· ἐν τῷ βουλευτηρίῳ ἀν. Δημ. 244. 2: - ὡσαύτως ἁπλῶς, λέγω τι μεγάλη τῇ φωνῇ, τῷ δ’ ἀνεῖπεν ἔνδοθεν, ‘εἰς κόρακας’, Λουκ. Ἀλεξιφ. 46. - Ὁ παθ. τύπος εἶναι ἀνερρήθην: ἀναρρηθεὶς ἡγεμὼν Ξεν. Ἑλλ. 1. 4, 20, κτλ.· ἀναρρηθέντος ἐν τῷ θεάτρῳ τοῦ στεφάνου Δημ. 253. 6, πρβλ. 277. 3· τὸν ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ ἀναρρηθέντα στέφανον Αἰσχίν. 60. 9: μέλλ. ἀναρρηθήσεται ὁ αὐτ. 74. 31· οὕτως ἐν τῷ πρκμ. ἀνειρήσθω, θεωρηθήτω ὡς γεγενημένη ἡ ἀναγόρευσις (ἔνθα κατ’ ἐνεστῶτα μὲν ἀντιστοιχεῖ πρὸς τὸ προσαναγορεύω, κατ’ ἀόριστον δὲ πρὸς τὸ ἀνεῖπον), Πλάτ. Πολ. 580C. ΙΙ· ἐπικαλοῦμαι, θεοὺς Πλουτ. σύγκρ. Ρωμ. καὶ Θησ. 6.