ἔμφυτος: Difference between revisions

From LSJ

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source
(13_5)
(6_17)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0821.png Seite 821]] eingepflanzt, angeboren; πατρὸς ἄλαστον [[αἷμα]], die angeborne Blutschuld, -schande, Soph. O. C. 1667; μαντική Her. 9, 94; [[ἀνάγκη]], κακόν, [[ἔρως]] Plat. Rep. V, 458 d X, 610 a Legg. VI, 782 d. Ggstz διδακτόν, von der [[ἀρετή]], Eryz. 398 d; αἰδῶ καὶ φόβον ἔμφυτα τοῖς ἀνθρώποις Xen. Mem. 3, 7, 5; neben [[πάτριος]] Dem. 18, 203; [[αἰσχροκέρδεια]], [[πονηρία]], Din. 1, 108. 3, 18; Sp.; auch adv.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0821.png Seite 821]] eingepflanzt, angeboren; πατρὸς ἄλαστον [[αἷμα]], die angeborne Blutschuld, -schande, Soph. O. C. 1667; μαντική Her. 9, 94; [[ἀνάγκη]], κακόν, [[ἔρως]] Plat. Rep. V, 458 d X, 610 a Legg. VI, 782 d. Ggstz διδακτόν, von der [[ἀρετή]], Eryz. 398 d; αἰδῶ καὶ φόβον ἔμφυτα τοῖς ἀνθρώποις Xen. Mem. 3, 7, 5; neben [[πάτριος]] Dem. 18, 203; [[αἰσχροκέρδεια]], [[πονηρία]], Din. 1, 108. 3, 18; Sp.; auch adv.
}}
{{ls
|lstext='''ἔμφυτος''': -ον, ὁ ἐντὸς φυτευθείς, ὁ ἐντὸς γεννηθείς, [[φυσικός]], ἔμφ. μαντικὴν εἶχε Ἡρόδ. 9. 94· πατρὸς [[αἷμα]] Σοφ. Ο. Κ. 1671· τοῖς πλουτοῦσι τοῦτο δ’ ἔμφ. Εὐρ. Ἀποσπ. 773. 12· [[ἔρως]] ἔμφ. τοῖς ἀνθρώποις Πλάτ. Συμπ. 191C· ἡ μὲν ἔμφ. οὖσα ἐπιθυμία ἡδονῶν ὁ αὐτ. Φαῖδρ. 237D, πρβλ. Δημ. 1389· 4· ἐμφ. ἡ ἀρετή, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[διδακτός]], Πλάτ. Ἐρυξ. 398C, πρβλ. Λυσίαν 914. 15· τὸ ἔμφ. θερμὸν Ἱππ. Ἀφορ. 1243· ἔμφ. καὶ πάτριον Δημ. 295. 25, κτλ.
}}
}}

Revision as of 11:06, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔμφῠτος Medium diacritics: ἔμφυτος Low diacritics: έμφυτος Capitals: ΕΜΦΥΤΟΣ
Transliteration A: émphytos Transliteration B: emphytos Transliteration C: emfytos Beta Code: e)/mfutos

English (LSJ)

ον,

   A inborn, natural, ἔ. μαντικὴν εἶχε Hdt.9.94; πατρὸς αἶμα S.OC1671 (lyr.); τοῖς πλουτοῦσι τοῦτο δ' ἔ. E.Fr.776.1, cf. Men. 15.1 D.; ἔρως ἔ. τοῖς ἀνθρώποις Pl.Smp.191d; ἡ μὲν [ἰδέα] ἔ. οὖσα, ἐπιθυμία ἡδονῶν Id.Phdr.237d, cf.D.60.1; αἰσχροκέρδεια, πονηρία, Din. 1.108; κακία LXX Wi.12.10; ἔ. ἡ ἀρετή, opp. διδακτός, Pl.Erx.398c, cf. Lys.33.7; τὸ ἔ. θερμόν Hp.Aph.1.14; ἔ. θερμότης Arist.Mete.355b9; οὐκ ἦν ταῦτα τοῖς Ἀθηναίοις πάτρια . . οὐδ' ἔ. D.18.203; τὰν ἔ. αὐτοῖς ἀθεσίαν IPE1.185 (Chersonesus). Adv. -τως Ph.Fr.70H.    II planted, Χωρίον PHamb.23.16 (vi A. D.); ἐλαῖαι BGU241.28 (ii A. D.).    2 implanted, λόγος Ep.Jac.1.21.

German (Pape)

[Seite 821] eingepflanzt, angeboren; πατρὸς ἄλαστον αἷμα, die angeborne Blutschuld, -schande, Soph. O. C. 1667; μαντική Her. 9, 94; ἀνάγκη, κακόν, ἔρως Plat. Rep. V, 458 d X, 610 a Legg. VI, 782 d. Ggstz διδακτόν, von der ἀρετή, Eryz. 398 d; αἰδῶ καὶ φόβον ἔμφυτα τοῖς ἀνθρώποις Xen. Mem. 3, 7, 5; neben πάτριος Dem. 18, 203; αἰσχροκέρδεια, πονηρία, Din. 1, 108. 3, 18; Sp.; auch adv.

Greek (Liddell-Scott)

ἔμφυτος: -ον, ὁ ἐντὸς φυτευθείς, ὁ ἐντὸς γεννηθείς, φυσικός, ἔμφ. μαντικὴν εἶχε Ἡρόδ. 9. 94· πατρὸς αἷμα Σοφ. Ο. Κ. 1671· τοῖς πλουτοῦσι τοῦτο δ’ ἔμφ. Εὐρ. Ἀποσπ. 773. 12· ἔρως ἔμφ. τοῖς ἀνθρώποις Πλάτ. Συμπ. 191C· ἡ μὲν ἔμφ. οὖσα ἐπιθυμία ἡδονῶν ὁ αὐτ. Φαῖδρ. 237D, πρβλ. Δημ. 1389· 4· ἐμφ. ἡ ἀρετή, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ διδακτός, Πλάτ. Ἐρυξ. 398C, πρβλ. Λυσίαν 914. 15· τὸ ἔμφ. θερμὸν Ἱππ. Ἀφορ. 1243· ἔμφ. καὶ πάτριον Δημ. 295. 25, κτλ.