ἔμπαιος: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(13_5)
(6_15)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0809.png Seite 809]] = [[ἔμπειρος]] (vgl. [[ἐμπάζομαι]]?), kundig, erfahren; τινός, in Etwas, z. B. ἔργων, κακῶν, Od. 20, 379. 21, 400; [[δρόμων]] Lycophr. 1321 [in der ersten Stelle der Od. ist αι kurz gebraucht]. (s. [[παίω]]), dareinschlagend, τύχαι Aesch. Ag. 180, plötzlich hereinbrechend.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0809.png Seite 809]] = [[ἔμπειρος]] (vgl. [[ἐμπάζομαι]]?), kundig, erfahren; τινός, in Etwas, z. B. ἔργων, κακῶν, Od. 20, 379. 21, 400; [[δρόμων]] Lycophr. 1321 [in der ersten Stelle der Od. ist αι kurz gebraucht]. (s. [[παίω]]), dareinschlagend, τύχαι Aesch. Ag. 180, plötzlich hereinbrechend.
}}
{{ls
|lstext='''ἔμπαιος''': -ον, (Α) = [[ἔμπειρος]], [[εἰδήμων]], ἠσκημένος ἔν τινι, [[μετὰ]] γεν., οὔδέ τι ἔργων ἔμπαιον οὐδὲ βίης (ἡ παραλήγ. βραχεῖα) Ὀδ. Υ. 379· κακῶν [[ἔμπαιος]] [[ἀλήτης]] Φ. 400· ἔμπ. [[δρόμων]] Λυκόφρ. 1321. - Παλαιὰ ποιητ. [[λέξις]], [[ἴσως]] συγγενὴς τῷ [[ἐμπάζομαι]], δὲν πρέπει δὲ νὰ συγχέηται [[μετὰ]] τοῦ ἑπομένου.
}}
}}

Revision as of 11:08, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔμπαιος Medium diacritics: ἔμπαιος Low diacritics: έμπαιος Capitals: ΕΜΠΑΙΟΣ
Transliteration A: émpaios Transliteration B: empaios Transliteration C: empaios Beta Code: e)/mpaios

English (LSJ)

(A), ον,

   A knowing, practised in, c.gen., οὐδέ τι ἔργων ἔμπαιον οὐδὲ βίης [penult. short] Od.20.379; κακῶν ἔμπαιος ἀλήτης 21.400; ἔ. δρόμων Lyc.1321.
ἔμπαιος (B), ον, (παίω)

   A bursting in, sudden, τύχαι A.Ag.187 (lyr.); πολλὰ δὲ δείλ' ἔμπαια prob. in Emp.2.2.

German (Pape)

[Seite 809] = ἔμπειρος (vgl. ἐμπάζομαι?), kundig, erfahren; τινός, in Etwas, z. B. ἔργων, κακῶν, Od. 20, 379. 21, 400; δρόμων Lycophr. 1321 [in der ersten Stelle der Od. ist αι kurz gebraucht]. (s. παίω), dareinschlagend, τύχαι Aesch. Ag. 180, plötzlich hereinbrechend.

Greek (Liddell-Scott)

ἔμπαιος: -ον, (Α) = ἔμπειρος, εἰδήμων, ἠσκημένος ἔν τινι, μετὰ γεν., οὔδέ τι ἔργων ἔμπαιον οὐδὲ βίης (ἡ παραλήγ. βραχεῖα) Ὀδ. Υ. 379· κακῶν ἔμπαιος ἀλήτης Φ. 400· ἔμπ. δρόμων Λυκόφρ. 1321. - Παλαιὰ ποιητ. λέξις, ἴσως συγγενὴς τῷ ἐμπάζομαι, δὲν πρέπει δὲ νὰ συγχέηται μετὰ τοῦ ἑπομένου.