παροίτερος: Difference between revisions
οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good
(13_5) |
(6_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0525.png Seite 525]] compar. zu [[πάροιθε]], [[πάρος]], der vordere, Il. 23, 459. 480 u. sp. D.; ἔστι δέ τις πορθμοῖο παροιτέρη 'Ιονίοιο [[νῆσος]], Ap. Rh. 4, 982; auch der ehere, frühere, sp. D. – Adv. παροιτέρω, φθογγὴ δ' οὐ προὔβαινε π. Ap. Rh. 3, 686, wo Brunck περαιτέρω vermuthet, was 2, 425 richtige Lesart ist. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0525.png Seite 525]] compar. zu [[πάροιθε]], [[πάρος]], der vordere, Il. 23, 459. 480 u. sp. D.; ἔστι δέ τις πορθμοῖο παροιτέρη 'Ιονίοιο [[νῆσος]], Ap. Rh. 4, 982; auch der ehere, frühere, sp. D. – Adv. παροιτέρω, φθογγὴ δ' οὐ προὔβαινε π. Ap. Rh. 3, 686, wo Brunck περαιτέρω vermuthet, was 2, 425 richtige Lesart ist. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''παροίτερος''': -α, -ον, συγκρ. τοῦ πάροιθι, ὁ εὑρισκόμενος ἔμπροσθέν τινος, παροίτεροι, «[[μᾶλλον]] [[ἔμπροσθεν]]» (Σχόλ.), Ἰλ. Ψ. 459, 480· [[μετὰ]] γενικ., παροιτέρη Ἰονίοιο, [[ἔμπροσθεν]], Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 982. - Ἐπίρρ. παροιτέρω, [[πέραν]], περαιτέρω ἢ, [[μετὰ]] γεν , ὁ αὐτ. 2. 686. 2) ἐπὶ χρόνου, [[πρότερος]], ἀρχαιότερος, Γρηγ. Ναζ. 982. ΙΙ. ὑπερθ. πᾰροίτατος, η, ον, πρῶτος, ὁ [[πρότερος]] παντὸς ἄλλου, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 910., Β. 29. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:08, 5 August 2017
English (LSJ)
η,ον, Comp.Adj.,(πάροιθε)
A beforeorin front, Il. 23.459, 480 : c. gen., in front of, A.R.4.982. Adv. παροιτέρω beyond, further than, Id.3.686. 2 of Time, former : neut. pl.παροίτεραof old, Euph. 34. IISup.πᾰροίτατος, η, ον, first, foremost, A.R.1.910,2.29.
German (Pape)
[Seite 525] compar. zu πάροιθε, πάρος, der vordere, Il. 23, 459. 480 u. sp. D.; ἔστι δέ τις πορθμοῖο παροιτέρη 'Ιονίοιο νῆσος, Ap. Rh. 4, 982; auch der ehere, frühere, sp. D. – Adv. παροιτέρω, φθογγὴ δ' οὐ προὔβαινε π. Ap. Rh. 3, 686, wo Brunck περαιτέρω vermuthet, was 2, 425 richtige Lesart ist.
Greek (Liddell-Scott)
παροίτερος: -α, -ον, συγκρ. τοῦ πάροιθι, ὁ εὑρισκόμενος ἔμπροσθέν τινος, παροίτεροι, «μᾶλλον ἔμπροσθεν» (Σχόλ.), Ἰλ. Ψ. 459, 480· μετὰ γενικ., παροιτέρη Ἰονίοιο, ἔμπροσθεν, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 982. - Ἐπίρρ. παροιτέρω, πέραν, περαιτέρω ἢ, μετὰ γεν , ὁ αὐτ. 2. 686. 2) ἐπὶ χρόνου, πρότερος, ἀρχαιότερος, Γρηγ. Ναζ. 982. ΙΙ. ὑπερθ. πᾰροίτατος, η, ον, πρῶτος, ὁ πρότερος παντὸς ἄλλου, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 910., Β. 29.