ὑπομονή: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον σκάπτε, ἔνδον ἡ πηγὴ τοῦ ἀγαθοῦ καὶ ἀεὶ ἀναβλύειν δυναμένη, ἐὰν ἀεὶ σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.

Source
(13_5)
(6_11)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1226.png Seite 1226]] ἡ, das Zurückbleiben, Zuhausebleiben; – das Ausharren, Ertragen, die Geduld, Standhaftigkeit, λύπης Plat. def. 412 b; τοῦ πολέμου Pol. 4, 51, 1; ἡ τῆς μαχαίρας ὑπομονὴ τῶν πληγῶν, das Halten des Schwertes gegen Hiebe, 15, 15, 8; – das über sich Ergehenlassen, bes. das sich Hingeben zu schlechten Handlungen, Theophr. char. 6.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1226.png Seite 1226]] ἡ, das Zurückbleiben, Zuhausebleiben; – das Ausharren, Ertragen, die Geduld, Standhaftigkeit, λύπης Plat. def. 412 b; τοῦ πολέμου Pol. 4, 51, 1; ἡ τῆς μαχαίρας ὑπομονὴ τῶν πληγῶν, das Halten des Schwertes gegen Hiebe, 15, 15, 8; – das über sich Ergehenlassen, bes. das sich Hingeben zu schlechten Handlungen, Theophr. char. 6.
}}
{{ls
|lstext='''ὑπομονή''': ἡ, τὸ μένειν [[ὀπίσω]], Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 7, Διον. Ἁλ. 1. 44. ΙΙ. τὸ ὑπομένειν, [[καρτερία]], ἀπὸ ἀνανδρίας γὰρ ἢ δειλίας ἡ ὑπομονὴ καὶ τὸ ἀμύνεσθαι Ἀριστ. Ρητ. 2. 6, 13· [[οὔτε]] ὑπομονὴ (θανάτου δηλ.) καλόν, εἰ μετ’ ὀλιγωρίας γίνοιτο τοῦ ζῆν Πλουτ. Πελοπίδ. 1, κλπ.· ἐπὶ φυτῶν, τῆς δὲ ὑπομονῆς αἴτιον ἡ [[ὑγρότης]] Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 16, 3. 2) [[μετὰ]] γεν., τὸ ὑπομένειν τι, ἀσκεῖν ὑπομονὴν ἔν τινι, ὑπομονὴ λύπης [[ἕνεκα]] τοῦ καλοῦ· ὑπομονὴ πόνων [[ἕνεκα]] τοῦ καλοῦ Πλάτ. Ὅροι 412C, ἐν λ. [[καρτερία]]· ἡ μὴ ὑπ. ὑβριζομένων Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 13, 18· πολέμου Πολύβ. 4. 51, 1· ἡ τῆς μαχαίρας ὑπ. τῶν πληγῶν, ἡ [[δύναμις]] τῆς μαχαίρας εἰς τὸ νὰ ἀντέχῃ εἰς τὰ κτυπήματα, ὁ αὐτ. 15. 15, 8. ΙΙΙ. ὡς τὸ [[τόλμα]], τὸ ὑπομένειν, ἀνέχεσθαι ἀκούειν ἢ πράττειν τι, ἰδίως αἰσχρόν, ἡ δὲ ἀπόνοιά ἐστιν ὑπομονὴ αἰσχρῶν ἔργων τε καὶ λόγων Θεοφρ. Χαρακτ. 6 (16 ἔκδ. Jebb).
}}
}}

Revision as of 11:09, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπομονή Medium diacritics: ὑπομονή Low diacritics: υπομονή Capitals: ΥΠΟΜΟΝΗ
Transliteration A: hypomonḗ Transliteration B: hypomonē Transliteration C: ypomoni Beta Code: u(pomonh/

English (LSJ)

ἡ,

   A remaining behind, Arist.Rh.1410a4, D.H.1.44.    II endurance, τῶν ἀκουσίων πόνων Democr.240; λύπης Pl.Def.412c; ἡ μὴ ὑ. ἀτιμαζομένων Arist.APo.97b24, cf. Rh.1384a21; εὐχερὴς τῆς ἀποτέξεως ὑ. Sor.1.46; πολέμου Plb.4.51.1; [θανάτου] Plu.Pel.1; ἡ τῆς μαχαίρας ὑ. τῶν πληγῶν the sword's power to sustain blows, Plb. 15.15.8.    2 in bad sense, obstinacy, Demetr.Lac.Herc.1012.47.    3 of plants, power to endure, Thphr.CP5.16.3.    III enduring to do, αἰσχρῶν ἔργων Id.Char.6.1.

German (Pape)

[Seite 1226] ἡ, das Zurückbleiben, Zuhausebleiben; – das Ausharren, Ertragen, die Geduld, Standhaftigkeit, λύπης Plat. def. 412 b; τοῦ πολέμου Pol. 4, 51, 1; ἡ τῆς μαχαίρας ὑπομονὴ τῶν πληγῶν, das Halten des Schwertes gegen Hiebe, 15, 15, 8; – das über sich Ergehenlassen, bes. das sich Hingeben zu schlechten Handlungen, Theophr. char. 6.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπομονή: ἡ, τὸ μένειν ὀπίσω, Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 7, Διον. Ἁλ. 1. 44. ΙΙ. τὸ ὑπομένειν, καρτερία, ἀπὸ ἀνανδρίας γὰρ ἢ δειλίας ἡ ὑπομονὴ καὶ τὸ ἀμύνεσθαι Ἀριστ. Ρητ. 2. 6, 13· οὔτε ὑπομονὴ (θανάτου δηλ.) καλόν, εἰ μετ’ ὀλιγωρίας γίνοιτο τοῦ ζῆν Πλουτ. Πελοπίδ. 1, κλπ.· ἐπὶ φυτῶν, τῆς δὲ ὑπομονῆς αἴτιον ἡ ὑγρότης Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 16, 3. 2) μετὰ γεν., τὸ ὑπομένειν τι, ἀσκεῖν ὑπομονὴν ἔν τινι, ὑπομονὴ λύπης ἕνεκα τοῦ καλοῦ· ὑπομονὴ πόνων ἕνεκα τοῦ καλοῦ Πλάτ. Ὅροι 412C, ἐν λ. καρτερία· ἡ μὴ ὑπ. ὑβριζομένων Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 13, 18· πολέμου Πολύβ. 4. 51, 1· ἡ τῆς μαχαίρας ὑπ. τῶν πληγῶν, ἡ δύναμις τῆς μαχαίρας εἰς τὸ νὰ ἀντέχῃ εἰς τὰ κτυπήματα, ὁ αὐτ. 15. 15, 8. ΙΙΙ. ὡς τὸ τόλμα, τὸ ὑπομένειν, ἀνέχεσθαι ἀκούειν ἢ πράττειν τι, ἰδίως αἰσχρόν, ἡ δὲ ἀπόνοιά ἐστιν ὑπομονὴ αἰσχρῶν ἔργων τε καὶ λόγων Θεοφρ. Χαρακτ. 6 (16 ἔκδ. Jebb).