δυσωπέω: Difference between revisions
τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses
(13_6b) |
(6_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0691.png Seite 691]] 1) einen unangenehmen Eindruck aufs Auge machen, ὕδατα δυσωποῦντα τὴν ὄψιν Plut. Lyc. 9; τινά, machen, daß einer den Blick niederschlägt, ihn beschämen, Plut. vit. pud.; ihm Furcht, Bedenklichkeit einflößen, Luc. Asin. 38; vgl. Lob. Phryn. 190; auch Jem. bitten, so daß er aus Scham die Bitte nicht abschlagen kann, Sp., vgl. Schäf. zu Schol. Par. Ap. Rh. p. 245. – 2) wie das pass., fürchten, τί, Plut.; μὴ οὐ, D. Hal. de Lys. 11. – 3) schwer sehen, Luc. Lexiph. 4. – Bei den Aeltern nur pass., Scheu haben, fürchten; τινά, von scheuen Thieren Xen. Mem. 2, 1, 4; vgl. Poll. 1, 197; πρὸς ἀλλήλους Plat. Legg. XI, 933 a; μή τι ἀμείψω Phaedr. 242 c; Folgde; τὴν μοναρχίαν Plut. Sol. li; B. A. 234 wird δυσωποῦμαι erkl. αἰσχύνομαι καὶ ὑφορῶμαι καὶ φοβοῦμαι καὶ τὸ ἀηδῶς ὁρᾶν ἢ ὁρᾶσθαι. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0691.png Seite 691]] 1) einen unangenehmen Eindruck aufs Auge machen, ὕδατα δυσωποῦντα τὴν ὄψιν Plut. Lyc. 9; τινά, machen, daß einer den Blick niederschlägt, ihn beschämen, Plut. vit. pud.; ihm Furcht, Bedenklichkeit einflößen, Luc. Asin. 38; vgl. Lob. Phryn. 190; auch Jem. bitten, so daß er aus Scham die Bitte nicht abschlagen kann, Sp., vgl. Schäf. zu Schol. Par. Ap. Rh. p. 245. – 2) wie das pass., fürchten, τί, Plut.; μὴ οὐ, D. Hal. de Lys. 11. – 3) schwer sehen, Luc. Lexiph. 4. – Bei den Aeltern nur pass., Scheu haben, fürchten; τινά, von scheuen Thieren Xen. Mem. 2, 1, 4; vgl. Poll. 1, 197; πρὸς ἀλλήλους Plat. Legg. XI, 933 a; μή τι ἀμείψω Phaedr. 242 c; Folgde; τὴν μοναρχίαν Plut. Sol. li; B. A. 234 wird δυσωποῦμαι erkl. αἰσχύνομαι καὶ ὑφορῶμαι καὶ φοβοῦμαι καὶ τὸ ἀηδῶς ὁρᾶν ἢ ὁρᾶσθαι. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''δυσωπέω''': ἀόρ. ἐδυσώπησα Λουκ. Ὄν. 38 (ὄψ)·- [[κάμνω]] τινὰ νὰ καταβιβάσῃ τούς ὀφθαλμούς, «ἐντροπιάζω» τινά, ἰδίως δι' ἐπιμόνων παρακλήσεων, [[ὥστε]] νά μή δύνηται νά ἀρνηθῇ τό αἰτούμενον, τινὰ Φίλων 1. 291, Λουκ. ἔνθ' ἀνωτ., Συλλ. Ἐπιγρ. 8735· ἀπολ., εἶμαι ἐνοχλητικός, ἐπιμόνως παρακαλῶ, Πλούτ. 2. 532D, 535E· πρβλ. ὁ αὐτ. Βρούτ. 6·-δυσωπεῖν τὴν ὄψιν, θαμβώνειν τοὺς ὀφθαλμούς, ὁ αὐτ. Λυκούργ. 9. ΙΙ. παρὰ δοκίμοις ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ παθ. τύπω, παρατ. ἐδυσωπούμην Πλάτ. Φαίδρ. 242C·- χάνω τὴν ἠρεμίαν τῆς ὄψεώς μου, ταράττομαι, θορυβοῦμαι, ἀπολ., ὁ αὐτ. Πολιτ. 285Β· πρὸς ἀλλήλους ὁ αὐτ. Νόμ. 933Α· δ. μὴ.., ὁ αὐτ. Φαίδρ. ἔνθ' ἀνωτ.· ἐπί ζῴων, εἶμαι [[δειλός]], εὐκόλως πτοοῦμαι, Ξεν.Ἀπομν. 2. 1, 4. 2)ἐντρέπομαι, αἰσχύνομαι διά τι, τι Πλούτ. Κορ. 15, κτλ.·- [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐνεργ., [[μετὰ]] δυσκολίας [[βλέπω]], Λουκ. Λεξιφ. 4. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:11, 5 August 2017
English (LSJ)
aor.
A ἐδυσώπησα Luc.Asin.38: (ὄψ):—put out of countenance, abash, τινά Ph.1.291, Plu.2.418e, Luc. l.c., S.E.P.3.66, etc.; οὐδὲν αὐτὴν ἐδυσώπει X.Eph.4.5: c. acc. inf., shame a person with doing a thing, J.BJ1.6.5, al.: esp. of importunate persons, δ. τινὰ δεήσει ib.3.8.6; so, entreat, ἥκειν ὑμᾶς καὶ παρακαλῶ καὶ δ. Hld.10.2: abs., to be importunate, αἰσχυνόμενοι ἀντιλέγειν τοῖς ἀγνωμόνως δυσωποῦσιν ὕστερον δυσωποῦνται τοὺς δικαίως ἐγκαλοῦντας Plu.2.532d:—Pass., θεὸν εἶναι τὴν ἠχὼ δυσωποῦμαι I am constrained to believe that, Jul.Ep.189, cf. Marcellin.Puls.23; to be susceptible to importunity, τὴν ὑπὸ τῶν ἀναισχύντως λιπαρούντων ἧτταν, ἣν ἔνιοι δυσωπεῖσθαι καλοῦσιν Plu.Brut.6; δυσωπεῖν τὴν ὄψιν to disgust, Id.Lyc. 9; alarm, πάθος δ. τινά Procop.Arc.2. II in early writers only Pass., impf. ἐδυσωπούμην Pl.Phdr.242c:—to be put out of countenance, abs., Id.Plt.285b, etc.; πρὸς ἀλλήλους Id.Lg.933a; δ. μή . . Id.Phdr. l.c.; τινί Plb.20.12.6; ἐπί τινι Ph.1.639; εἰ . . Id.2.423; περί τινος Phld.Rh.1.297 S.; of animals, to be shy, timid, X.Mem.2.1.4. 2 c. acc., to be put to shame by, τὴν ἀρετήν τινος Plu.Cor.15; τὴν χάριν Lib.Decl.37.19: but more freq. fight shy of, ὄνομα D.H.Comp.12 (so in Act., look askance at, δ. καὶ ὑποπτεύω μήποτ' οὐ Λυσίου ὁ λόγος Id.Lys.11), cf. Phryn.166; ὑφορᾶν καὶ δ. Them.Or.26.330b; διὰ τοὔνομα τὴν μοναρχίαν Plu.Sol.14; regard with aversion, ὄψα Ael.Fr.182; disapprove of, Phld.Hom.p.55 O.: c. inf., to be ashamed to do, . . εἰπεῖν D.Chr.32.7, cf. 36.54; also τὴν ἀντίδοσιν δ. feel ashamed to reply, Jul. Ep.184. III intr.in Act., to see with difficulty, Luc.Lex.4.
German (Pape)
[Seite 691] 1) einen unangenehmen Eindruck aufs Auge machen, ὕδατα δυσωποῦντα τὴν ὄψιν Plut. Lyc. 9; τινά, machen, daß einer den Blick niederschlägt, ihn beschämen, Plut. vit. pud.; ihm Furcht, Bedenklichkeit einflößen, Luc. Asin. 38; vgl. Lob. Phryn. 190; auch Jem. bitten, so daß er aus Scham die Bitte nicht abschlagen kann, Sp., vgl. Schäf. zu Schol. Par. Ap. Rh. p. 245. – 2) wie das pass., fürchten, τί, Plut.; μὴ οὐ, D. Hal. de Lys. 11. – 3) schwer sehen, Luc. Lexiph. 4. – Bei den Aeltern nur pass., Scheu haben, fürchten; τινά, von scheuen Thieren Xen. Mem. 2, 1, 4; vgl. Poll. 1, 197; πρὸς ἀλλήλους Plat. Legg. XI, 933 a; μή τι ἀμείψω Phaedr. 242 c; Folgde; τὴν μοναρχίαν Plut. Sol. li; B. A. 234 wird δυσωποῦμαι erkl. αἰσχύνομαι καὶ ὑφορῶμαι καὶ φοβοῦμαι καὶ τὸ ἀηδῶς ὁρᾶν ἢ ὁρᾶσθαι.
Greek (Liddell-Scott)
δυσωπέω: ἀόρ. ἐδυσώπησα Λουκ. Ὄν. 38 (ὄψ)·- κάμνω τινὰ νὰ καταβιβάσῃ τούς ὀφθαλμούς, «ἐντροπιάζω» τινά, ἰδίως δι' ἐπιμόνων παρακλήσεων, ὥστε νά μή δύνηται νά ἀρνηθῇ τό αἰτούμενον, τινὰ Φίλων 1. 291, Λουκ. ἔνθ' ἀνωτ., Συλλ. Ἐπιγρ. 8735· ἀπολ., εἶμαι ἐνοχλητικός, ἐπιμόνως παρακαλῶ, Πλούτ. 2. 532D, 535E· πρβλ. ὁ αὐτ. Βρούτ. 6·-δυσωπεῖν τὴν ὄψιν, θαμβώνειν τοὺς ὀφθαλμούς, ὁ αὐτ. Λυκούργ. 9. ΙΙ. παρὰ δοκίμοις ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ παθ. τύπω, παρατ. ἐδυσωπούμην Πλάτ. Φαίδρ. 242C·- χάνω τὴν ἠρεμίαν τῆς ὄψεώς μου, ταράττομαι, θορυβοῦμαι, ἀπολ., ὁ αὐτ. Πολιτ. 285Β· πρὸς ἀλλήλους ὁ αὐτ. Νόμ. 933Α· δ. μὴ.., ὁ αὐτ. Φαίδρ. ἔνθ' ἀνωτ.· ἐπί ζῴων, εἶμαι δειλός, εὐκόλως πτοοῦμαι, Ξεν.Ἀπομν. 2. 1, 4. 2)ἐντρέπομαι, αἰσχύνομαι διά τι, τι Πλούτ. Κορ. 15, κτλ.·- οὕτως ἐν τῷ ἐνεργ., μετὰ δυσκολίας βλέπω, Λουκ. Λεξιφ. 4.