Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χειμερινός: Difference between revisions

From LSJ

Μία χελιδὼν ἔαρ οὐ ποιεῖ → One swallow does not a summer make

Aristotle, Nicomachean Ethics, 1098a18
(13_5)
(6_11)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1343.png Seite 1343]] = [[χειμέριος]], was zur Winterzeit geschieht; συσσίτια Plat. Critia. 112 b; τὰ χειμερινά, die Winterzeit, Legg. III, 683 c; ὁ μήν, ἐν ῳ τρέπεται θερινὸς [[ἥλιος]] εἰς τὰ χειμερινά XI, 915 d; μῆνες χειμερινοί Thuc. 6, 21; auch [[χωρίον]], 2, 70; [[ἥλιος]] Xen. Mem. 3, 8,9; Sp., ἀνατολαί Pol. 5, 22, 3, ὄμβροι 9, 43, 5, τροπαί 3, 72, 3 u. öfter, wie περὶ τροπὰς χειμερινάς Luc. deor. concil. 15.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1343.png Seite 1343]] = [[χειμέριος]], was zur Winterzeit geschieht; συσσίτια Plat. Critia. 112 b; τὰ χειμερινά, die Winterzeit, Legg. III, 683 c; ὁ μήν, ἐν ῳ τρέπεται θερινὸς [[ἥλιος]] εἰς τὰ χειμερινά XI, 915 d; μῆνες χειμερινοί Thuc. 6, 21; auch [[χωρίον]], 2, 70; [[ἥλιος]] Xen. Mem. 3, 8,9; Sp., ἀνατολαί Pol. 5, 22, 3, ὄμβροι 9, 43, 5, τροπαί 3, 72, 3 u. öfter, wie περὶ τροπὰς χειμερινάς Luc. deor. concil. 15.
}}
{{ls
|lstext='''χειμερῐνός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν χειμῶνα ἢ γινόμενος τὸν χειμῶνα, ἀντίθετον τῷ [[θερινός]], χ. τροπαὶ (ἴδε ἔν λ. τροπὴ Ι)· χειμερινοὶ μῆνες Θουκ. 6. 21· πρὸς ἥλιον τὸν χειμερινὸν Ἡρόδ. 1. 193, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 3. 8, 9· χειμερινὴ ἀνατολὴ τοῦ ἡλίου καὶ δυσμαὶ Ἱππ. περὶ Ἀέρ. 281, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6, 3 κἐξ.· ὄμβροι Πολύβ. 9. 43, 5· χ. ξυσσίτια Πλάτ. Κριτί. 112Β, πρβλ. 117Β· ἀργυρώματα Ἀθήν. 230D· [[μάχη]] Δημ. 300. 17 [τίνα τῶν ζῴων] ἀποβάλλει τὰς χειμερινὰς τρίχας, τὴν χειμερινὴν αὐτῶν τρίχωσιν, Ἀριστ. Προβλ. 10. 21· χειμερινὸς [[ὄνειρος]], χειμερινῆς νυκτὸς [[ὄνειρον]], δηλ. [[μακρόν]], Λουκ. Ἐνύπ. 17 ― [[ὡσαύτως]], τὴν χ. (ἐξυπακ. ὥρην), τὴν ἐποχὴν τοῦ χειμῶνος Ἡρόδ. 1. 102· οὕτω, τὰ χειμερινὰ Πλάτ. Νόμ. 683C, 915D. 2) χειμῶνι [[ὅμοιος]], [[ψυχρός]], [[παγετώδης]] (ὅτε ἡ [[σημασία]] πλησιάζει τῇ τῆς λέξ. [[χειμέριος]]), [[χωρίον]] Θουκ. 2. 70, πρβλ. Θεοφρ. Ἀποσπ. 5. 1 πρὸς 6. 1 ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. 332.
}}
}}

Revision as of 11:18, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειμερῐνός Medium diacritics: χειμερινός Low diacritics: χειμερινός Capitals: ΧΕΙΜΕΡΙΝΟΣ
Transliteration A: cheimerinós Transliteration B: cheimerinos Transliteration C: cheimerinos Beta Code: xeimerino/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or in winter, opp. θερινός, χ. τροπαί Democr.14,etc.; χ. μῆνες Th.6.21; πρὸς ἥλιον τὸν χ. Hdt.1.193, cf. X.Mem.3.8.9; χ. ἀνατολὴ τοῦ ἡλίου καὶ δυσμαὶ αἱ χ. Hp.Aër.3, cf. Arist.Mete.364b3; ὄμβροι Plb. 9.43.5; συσσίτια χ. Pl.Criti.112b; δεξαμεναί ib.117b; πυρετός Hp. Acut. (Sp.) 24; νόσοι Gal.17(1).734; ἀργυρώματα Ath.6.230d; μάχη D.18.216; [τινὰ τῶν ζῴων] ἀποβάλλει τὰς χ. τρίχας their winter coat, Arist.Pr.893a5; χ. ὄνειρος a winter night's dream. Luc.Somn. 17; also τὴν χ. (sc. ὥρην) the winter season, Hdt.1.202, cf. Thphr.CP 4.8.1, D.S.1.11; τὰν χ. (sc. ἑξάμηνον) ἄρχειν SIG2940.3 (Cos); τὰ χ. Pl.Lg.683c, 915d.    2 stormy, χωρίον Th.2.70; τὸ χ., opp. τὸ εὐδιεινόν, Thphr.Vent.1.    3 χ. σημεῖον sign of a coming storm, Arist.Pr.941a2, Thphr.Sign.11.

German (Pape)

[Seite 1343] = χειμέριος, was zur Winterzeit geschieht; συσσίτια Plat. Critia. 112 b; τὰ χειμερινά, die Winterzeit, Legg. III, 683 c; ὁ μήν, ἐν ῳ τρέπεται θερινὸς ἥλιος εἰς τὰ χειμερινά XI, 915 d; μῆνες χειμερινοί Thuc. 6, 21; auch χωρίον, 2, 70; ἥλιος Xen. Mem. 3, 8,9; Sp., ἀνατολαί Pol. 5, 22, 3, ὄμβροι 9, 43, 5, τροπαί 3, 72, 3 u. öfter, wie περὶ τροπὰς χειμερινάς Luc. deor. concil. 15.

Greek (Liddell-Scott)

χειμερῐνός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν χειμῶνα ἢ γινόμενος τὸν χειμῶνα, ἀντίθετον τῷ θερινός, χ. τροπαὶ (ἴδε ἔν λ. τροπὴ Ι)· χειμερινοὶ μῆνες Θουκ. 6. 21· πρὸς ἥλιον τὸν χειμερινὸν Ἡρόδ. 1. 193, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 3. 8, 9· χειμερινὴ ἀνατολὴ τοῦ ἡλίου καὶ δυσμαὶ Ἱππ. περὶ Ἀέρ. 281, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6, 3 κἐξ.· ὄμβροι Πολύβ. 9. 43, 5· χ. ξυσσίτια Πλάτ. Κριτί. 112Β, πρβλ. 117Β· ἀργυρώματα Ἀθήν. 230D· μάχη Δημ. 300. 17 [τίνα τῶν ζῴων] ἀποβάλλει τὰς χειμερινὰς τρίχας, τὴν χειμερινὴν αὐτῶν τρίχωσιν, Ἀριστ. Προβλ. 10. 21· χειμερινὸς ὄνειρος, χειμερινῆς νυκτὸς ὄνειρον, δηλ. μακρόν, Λουκ. Ἐνύπ. 17 ― ὡσαύτως, τὴν χ. (ἐξυπακ. ὥρην), τὴν ἐποχὴν τοῦ χειμῶνος Ἡρόδ. 1. 102· οὕτω, τὰ χειμερινὰ Πλάτ. Νόμ. 683C, 915D. 2) χειμῶνι ὅμοιος, ψυχρός, παγετώδης (ὅτε ἡ σημασία πλησιάζει τῇ τῆς λέξ. χειμέριος), χωρίον Θουκ. 2. 70, πρβλ. Θεοφρ. Ἀποσπ. 5. 1 πρὸς 6. 1 ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. 332.