διεξάγω: Difference between revisions

From LSJ

Αὐθαίρετος λύπη 'στὶν ἡ τέκνων σποράProcreation is a self-chosen suffering → Spontalis est miseria satio liberûm → Die Kinderzeugung ist ein selbstgewähltes Leid

Menander, Monostichoi, 641
(13_5)
(6_3)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0619.png Seite 619]] (s. [[ἄγω]]), durch- u. zu Ende führen; βίον ἀπό τινος, wovon leben, Pol. 1, 71, 1; τὰ κατὰ τὴν [[ἀρχήν]] 1, 4. 6; so διεξάγεται πάντα τὰ γεγενημένα Plut. fat. 1. Bes. τὸ δίκαιον, τὴν ἀμφισβήτησιν u. ä., Streit beilegen, Pol. 4, 73, 8. 5, 1, 5. Auch τοὺς ξυμμάχους φιλανθρωπίᾳ, regieren, behandeln, Pol. 3, 77, 4, u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0619.png Seite 619]] (s. [[ἄγω]]), durch- u. zu Ende führen; βίον ἀπό τινος, wovon leben, Pol. 1, 71, 1; τὰ κατὰ τὴν [[ἀρχήν]] 1, 4. 6; so διεξάγεται πάντα τὰ γεγενημένα Plut. fat. 1. Bes. τὸ δίκαιον, τὴν ἀμφισβήτησιν u. ä., Streit beilegen, Pol. 4, 73, 8. 5, 1, 5. Auch τοὺς ξυμμάχους φιλανθρωπίᾳ, regieren, behandeln, Pol. 3, 77, 4, u. Sp.
}}
{{ls
|lstext='''διεξάγω''': [[φέρω]] εἰς [[πέρας]], Πολύβ. 5. 1, 5, κτλ.· [[διευθύνω]], κυβερνῶ, ὁδηγῶ, ὁ αὐτ. 1. 9, 6, κτλ.· μεταχειρίζομαί τινα κατά τινα τρόπον, ὁ αὐτ. 3. 77, 4. ΙΙ. δ. βίον, [[ὑποστηρίζω]] τὸν βίον μου, διατηρῶ τὴν ζωήν μου, ὁ αὐτ. 1. 71, 1· καὶ [[οὕτως]] ἀπολ., Πλούτ. 1090Β.
}}
}}

Revision as of 11:20, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διεξάγω Medium diacritics: διεξάγω Low diacritics: διεξάγω Capitals: ΔΙΕΞΑΓΩ
Transliteration A: diexágō Transliteration B: diexagō Transliteration C: dieksago Beta Code: dieca/gw

English (LSJ)

[ᾰ], Aeol. aor. 1 Pass.

   A διεξάχθην Milet.3 No.152.25 (ii B. C.):—lead through, δύναμιν διὰ τειχῶν D.S.14.20.    b τροφὴ διεξάγουσα laxative diet, Aret.CA2.5.    2 bring to an end, settle, λόγῳ ἀμφισβήτησιν Plb.5.1.5, etc.; try a cause, GDI5040.69 (Crete):—Pass., PTeb.5.219 (ii B. C.), al., PSI2.173.15 (ii B. C.); τὸ δίκαιον διεξάγεται Plb.4.73.8.    3 arrange, manage, Chrysipp.Stoic.3.185; administer, conduct, ἀσφαλῶς τὰ κατὰ τὴν ἀρχήν Plb.1.9.6, cf. PLond.3.1221.2 (ii A. D.); ταμιείαν IG22.1326.38:—Pass., ὁ τῆς φύσεως νόμος καθ' ὃν διεξάγεται τὰ γιγνόμενα Plu.2.568d.    4 treat, τινὰς ἐν τῇ πάσῃ φιλανθρωπίᾳ Plb.3.77.4.    II δ. τοὺς βίους ἀπό τινος support life, Id.1.71.1: abs., Plu.1090b.

German (Pape)

[Seite 619] (s. ἄγω), durch- u. zu Ende führen; βίον ἀπό τινος, wovon leben, Pol. 1, 71, 1; τὰ κατὰ τὴν ἀρχήν 1, 4. 6; so διεξάγεται πάντα τὰ γεγενημένα Plut. fat. 1. Bes. τὸ δίκαιον, τὴν ἀμφισβήτησιν u. ä., Streit beilegen, Pol. 4, 73, 8. 5, 1, 5. Auch τοὺς ξυμμάχους φιλανθρωπίᾳ, regieren, behandeln, Pol. 3, 77, 4, u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

διεξάγω: φέρω εἰς πέρας, Πολύβ. 5. 1, 5, κτλ.· διευθύνω, κυβερνῶ, ὁδηγῶ, ὁ αὐτ. 1. 9, 6, κτλ.· μεταχειρίζομαί τινα κατά τινα τρόπον, ὁ αὐτ. 3. 77, 4. ΙΙ. δ. βίον, ὑποστηρίζω τὸν βίον μου, διατηρῶ τὴν ζωήν μου, ὁ αὐτ. 1. 71, 1· καὶ οὕτως ἀπολ., Πλούτ. 1090Β.