ὀβελίας: Difference between revisions
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
(13_4) |
(6_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0289.png Seite 289]] ὁ, auch [[ὀβελίτης]] [[ἄρτος]], ὁ, eine Art Brot od. Kuchen, am Spieße gebacken oder geröstet, od. = [[ὀβολίας]]; comic. Ath. III, 111 b; vgl. Böckh Staatshaushalt I p. 106 ff.; Ath. XIV, 645 c neben anderen Kuchensorten genannt, von Nicochar. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0289.png Seite 289]] ὁ, auch [[ὀβελίτης]] [[ἄρτος]], ὁ, eine Art Brot od. Kuchen, am Spieße gebacken oder geröstet, od. = [[ὀβολίας]]; comic. Ath. III, 111 b; vgl. Böckh Staatshaushalt I p. 106 ff.; Ath. XIV, 645 c neben anderen Kuchensorten genannt, von Nicochar. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὀβελίας''': ἄρτος, ὁ, ἄρτος ἢ ζυμαρικὸν ὠπτημένον ἐν ὀβελῷ, Ἱππ. 356. 13, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 158· [[ὡσαύτως]] [[ἄνευ]] τοῦ ἄρτος, Φερεκρ. ἐν «’Επιλήσμονι» 1, Νικοφῶν ἐν «Χειρογάστορσιν» 2· πρβλ. Böckh. P. E. 1. 132· [[ὡσαύτως]] ὀβέλιος, Συλλ. Ἐπιγρ. 3597b· καὶ [[ὀβελίτης]] ὃ ἴδε. - Ἀλλ’ ἐν Α. Β. 111 ἔχομεν «[[ὀβελίας]] ἄρτους· τοὺς ὀβολοῦ πωλουμένους, Ἀριστοφάνης Πελαργοῖς» (Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 384). Παρ’ Ἀθην. 111Β φέρεται [[ὀβελίας]], καὶ ὑπάρχουσιν [[αὐτόθι]] ἀμφότεραι αἱ ἑρμηνεῖαι. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:23, 5 August 2017
English (LSJ)
ἄρτος, ὁ, roll or loaf
A baked or toasted on a spit, Hp.Vict.2.42, Ar.Fr.103, Ph.2.273, cf. Moer.p.287 P. ; without ἄρτος, Pherecr.55, Nicopho 15 :—also ὀβέλιος, CIG3597b (Ilium) ; and ὀβελίτης (q. v.). But in ABIII we have ὀβολίας ἄρτους· τοὐς ὀβολοῦ πωλουμένους, Ἀριστοφάνης Πελαργοῖς (Fr.440).— Ath.3.111b writes it ὀβελίας and gives both interpretations.
German (Pape)
[Seite 289] ὁ, auch ὀβελίτης ἄρτος, ὁ, eine Art Brot od. Kuchen, am Spieße gebacken oder geröstet, od. = ὀβολίας; comic. Ath. III, 111 b; vgl. Böckh Staatshaushalt I p. 106 ff.; Ath. XIV, 645 c neben anderen Kuchensorten genannt, von Nicochar.
Greek (Liddell-Scott)
ὀβελίας: ἄρτος, ὁ, ἄρτος ἢ ζυμαρικὸν ὠπτημένον ἐν ὀβελῷ, Ἱππ. 356. 13, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 158· ὡσαύτως ἄνευ τοῦ ἄρτος, Φερεκρ. ἐν «’Επιλήσμονι» 1, Νικοφῶν ἐν «Χειρογάστορσιν» 2· πρβλ. Böckh. P. E. 1. 132· ὡσαύτως ὀβέλιος, Συλλ. Ἐπιγρ. 3597b· καὶ ὀβελίτης ὃ ἴδε. - Ἀλλ’ ἐν Α. Β. 111 ἔχομεν «ὀβελίας ἄρτους· τοὺς ὀβολοῦ πωλουμένους, Ἀριστοφάνης Πελαργοῖς» (Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 384). Παρ’ Ἀθην. 111Β φέρεται ὀβελίας, καὶ ὑπάρχουσιν αὐτόθι ἀμφότεραι αἱ ἑρμηνεῖαι.