σμῆνος: Difference between revisions

From LSJ
(13_5)
(6_6)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0910.png Seite 910]] τό, 1) der Bienenstock, Bienenkorb; Hes. Th. 594; Arist. H. A. 9, 40 u. oft. – 2) gew. der Bienenschwarm, μελισσῶν, Aesch. Pers. 126, wie Plat. Polit. 293 d Xen. u. A., – Wespen, Ar. Vesp. 425; – übh. der <b class="b2">Schwarm</b> : θεῶν, Nubb. 297; νεκρῶν, Soph. frg. 693; τῶν ἡδονῶν, Plat. Rep. IX, 574 d; ἀρετῶν, Men. 72 a; ἀποικιῶν, Aristid. panath. I p. 185 Ddf.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0910.png Seite 910]] τό, 1) der Bienenstock, Bienenkorb; Hes. Th. 594; Arist. H. A. 9, 40 u. oft. – 2) gew. der Bienenschwarm, μελισσῶν, Aesch. Pers. 126, wie Plat. Polit. 293 d Xen. u. A., – Wespen, Ar. Vesp. 425; – übh. der <b class="b2">Schwarm</b> : θεῶν, Nubb. 297; νεκρῶν, Soph. frg. 693; τῶν ἡδονῶν, Plat. Rep. IX, 574 d; ἀρετῶν, Men. 72 a; ἀποικιῶν, Aristid. panath. I p. 185 Ddf.
}}
{{ls
|lstext='''σμῆνος''': Δωρ. σμᾶνος, εος, τό, = [[σίμβλος]], [[κυψέλη]] μελισσῶν, «κρηνί», Λατ. alveare, σμήνεσσι (διάφ. γραφ. σίμβλοισι) κατηρεφέεσσι Ἡσ. Θ. 594, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 552C, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9.40, 4 κἑξ.· - ἐν τῷ Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. σ. 16, σμήνη, ἡ. ΙΙ. συνήθως = [[ἑσμός]], [[πλῆθος]] μελισσῶν, ἓν ὅλον [[βασίλειον]] ἐξ αὐτῶν, σμ. ὡς μελισσῶν Αἰσχύλ. Πέρσ. 129, πρβλ. Πλάτ. Πολιτικ. 293D, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9.40, 44, κ. ἀλλ.· ἐπὶ σφηκῶν, Ἀριστοφ. Σφ. 425· ἐπὶ τῶν κερασφόρων σφηκῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 44, 3. 2) [[καθόλου]], μέγα [[πλῆθος]], βομβεῖ δὲ νεκρῶν σμ. Σοφ. Ἀποσπ. 693· [[οἷον]] σοφιστῶν σμ. Κρατῖν. ἐν «Ἀρχιλόχοις» 2· σμ. θεῶν, τῶν Νεφελῶν, Ἀριστοφ. Νεφ. 297· καὶ μεταφορ., τὸ τῶν ἡδονῶν σμ., σμ. τι ἀρετῶν Πλάτ. Πολ. 574D, Μένων 72Α· ἀποικιῶν σμήνη Ἀριστείδ. 1. 115· - ὁ πληθ., σμῆνα μελισσάων ἀπαντᾷ ἐν Χρησμ. παρὰ Πλουτ. 96Β.
}}
}}

Revision as of 11:24, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σμῆνος Medium diacritics: σμῆνος Low diacritics: σμήνος Capitals: ΣΜΗΝΟΣ
Transliteration A: smē̂nos Transliteration B: smēnos Transliteration C: sminos Beta Code: smh=nos

English (LSJ)

Dor. σμᾶνος Theoc.1.107, εος, τό,

   A beehive, σμήνεσσι κατηρεφέεσσι Hes. Th.594, cf. IG12.326.15, Pl.R.552c, Arist.HA624a6 sq.    II swarm of bees, σ. ὣς μελισσᾶν A.Pers.128 (lyr.), cf. Pl.Plt. 293d, Arist.HA627b15, al.; of wasps, Ar.V.425; of ἀνθρῆναι, Arist. HA629a7.    2 generally, swarm, crowd, βομβεῖ δὲ νεκρῶν σ. S.Fr. 879; οἷον σοφιστῶν σ. Cratin.2; σ. θεῶν, of the clouds, Ar.Nu.297: metaph., τὸ τῶν ἡδονῶν σ., σ. τι ἀρετῶν, Pl.R.574d, Men.72a; ἀποικιῶν σμήνη Aristid.1.115 J.: heterocl. pl., σμῆνα μελισσάων Orac. ap. Plu. 2.96b. [pl. written ζμήνη, PCair.Zen.151.4 (iii B.C.).]

German (Pape)

[Seite 910] τό, 1) der Bienenstock, Bienenkorb; Hes. Th. 594; Arist. H. A. 9, 40 u. oft. – 2) gew. der Bienenschwarm, μελισσῶν, Aesch. Pers. 126, wie Plat. Polit. 293 d Xen. u. A., – Wespen, Ar. Vesp. 425; – übh. der Schwarm : θεῶν, Nubb. 297; νεκρῶν, Soph. frg. 693; τῶν ἡδονῶν, Plat. Rep. IX, 574 d; ἀρετῶν, Men. 72 a; ἀποικιῶν, Aristid. panath. I p. 185 Ddf.

Greek (Liddell-Scott)

σμῆνος: Δωρ. σμᾶνος, εος, τό, = σίμβλος, κυψέλη μελισσῶν, «κρηνί», Λατ. alveare, σμήνεσσι (διάφ. γραφ. σίμβλοισι) κατηρεφέεσσι Ἡσ. Θ. 594, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 552C, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9.40, 4 κἑξ.· - ἐν τῷ Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. σ. 16, σμήνη, ἡ. ΙΙ. συνήθως = ἑσμός, πλῆθος μελισσῶν, ἓν ὅλον βασίλειον ἐξ αὐτῶν, σμ. ὡς μελισσῶν Αἰσχύλ. Πέρσ. 129, πρβλ. Πλάτ. Πολιτικ. 293D, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9.40, 44, κ. ἀλλ.· ἐπὶ σφηκῶν, Ἀριστοφ. Σφ. 425· ἐπὶ τῶν κερασφόρων σφηκῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 44, 3. 2) καθόλου, μέγα πλῆθος, βομβεῖ δὲ νεκρῶν σμ. Σοφ. Ἀποσπ. 693· οἷον σοφιστῶν σμ. Κρατῖν. ἐν «Ἀρχιλόχοις» 2· σμ. θεῶν, τῶν Νεφελῶν, Ἀριστοφ. Νεφ. 297· καὶ μεταφορ., τὸ τῶν ἡδονῶν σμ., σμ. τι ἀρετῶν Πλάτ. Πολ. 574D, Μένων 72Α· ἀποικιῶν σμήνη Ἀριστείδ. 1. 115· - ὁ πληθ., σμῆνα μελισσάων ἀπαντᾷ ἐν Χρησμ. παρὰ Πλουτ. 96Β.