κέρδος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ αὐτοφυὲς κρεῖττον τοῦ ἑτεροδιδάκτου → what is inborn is better than what is taught by others

Source
(13_7_1)
(6_6)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1424.png Seite 1424]] τό, Gewinn, Vortheil, Nutzen; Il. 10, 224 Od. 16, 311 u. öfter; ἵν [[οἴκαδε]] [[κέρδος]] [[ἄρηαι]] Hes. O. 630; Pind. u. Tragg., τί δῆτ' ἐμοὶ ζῆν [[κέρδος]] Aesch. Prom. 749, κέρδεσιν νικωμένους Ag. 333, Gewinnsucht, wie ἄνδρας τὸ [[κέρδος]] [[πολλάκις]] διώλεσεν Soph. Ant. 222, εἰς τὸ [[κέρδος]] λῆμ' ἔχων ἀνειμένον Eur. Heracl. 3; – ἵνα τι ἐπισπάσωνται [[κέρδος]] Her. 3, 72; ἐν κέρδεἵ ἐποιοῦντο, sie achteten es für Gewinn, 6, 13, wie [[κέρδος]] νομίσαι τὸ ἀκινδύνως ἀπελθεῖν Thuc. 7, 68; εἰ [[κέρδος]] ἡγοῖο τὸ ἐλέγχεσθαι Plat. Gorg. 487 a, wie Xen. Cyr. 4, 2, 43; ähnl. τί τὸ [[κέρδος]] μὴ καταθεῖναι Ar. Eccl. 603; [[κέρδος]] ἦν αὐτῷ ἐμὲ διαβάλλειν Lys. 8, 13; Ggstz [[ζημία]], Plat. Legg. VIII, 835 b, wie Eur. Cycl. 34 u. Xen. Cyr. 2, 2, 12. – Auch = vortheilhafter Anschlag, kluger Plan, Schlauheit, ἐγὼ δ' ἐν πᾶσι θεοῖσι [[μήτι]] τε κλέομαι καὶ κέρδεσιν Od. 13, 298, κέρδεα εἰδώς, sich auf listige Anschläge verstehend, Il. 23, 709, öfter; auch κακὰ κέρδεα βουλεύειν, auf böse Ränke sinnen, Od. 23, 217.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1424.png Seite 1424]] τό, Gewinn, Vortheil, Nutzen; Il. 10, 224 Od. 16, 311 u. öfter; ἵν [[οἴκαδε]] [[κέρδος]] [[ἄρηαι]] Hes. O. 630; Pind. u. Tragg., τί δῆτ' ἐμοὶ ζῆν [[κέρδος]] Aesch. Prom. 749, κέρδεσιν νικωμένους Ag. 333, Gewinnsucht, wie ἄνδρας τὸ [[κέρδος]] [[πολλάκις]] διώλεσεν Soph. Ant. 222, εἰς τὸ [[κέρδος]] λῆμ' ἔχων ἀνειμένον Eur. Heracl. 3; – ἵνα τι ἐπισπάσωνται [[κέρδος]] Her. 3, 72; ἐν κέρδεἵ ἐποιοῦντο, sie achteten es für Gewinn, 6, 13, wie [[κέρδος]] νομίσαι τὸ ἀκινδύνως ἀπελθεῖν Thuc. 7, 68; εἰ [[κέρδος]] ἡγοῖο τὸ ἐλέγχεσθαι Plat. Gorg. 487 a, wie Xen. Cyr. 4, 2, 43; ähnl. τί τὸ [[κέρδος]] μὴ καταθεῖναι Ar. Eccl. 603; [[κέρδος]] ἦν αὐτῷ ἐμὲ διαβάλλειν Lys. 8, 13; Ggstz [[ζημία]], Plat. Legg. VIII, 835 b, wie Eur. Cycl. 34 u. Xen. Cyr. 2, 2, 12. – Auch = vortheilhafter Anschlag, kluger Plan, Schlauheit, ἐγὼ δ' ἐν πᾶσι θεοῖσι [[μήτι]] τε κλέομαι καὶ κέρδεσιν Od. 13, 298, κέρδεα εἰδώς, sich auf listige Anschläge verstehend, Il. 23, 709, öfter; auch κακὰ κέρδεα βουλεύειν, auf böse Ränke sinnen, Od. 23, 217.
}}
{{ls
|lstext='''κέρδος''': -εος, τό, ὡς καὶ νῦν, [[κέρδος]], [[ὠφέλεια]], Λατ. lucrum, Ὀδ. Ψ. 140, καὶ Ἀττ.· [[συχνάκις]] σχεδὸν ὡς ἐπίθετ., ἐνόησεν [[ὅππως]] [[κέρδος]] ἔῃ, πῶς θὰ προήρχετο ὠφέλειά τις, τί θὰ ἦτο τὸ καλλίτερον νὰ γείνῃ, Ἰλ. Κ. 225· οὔ τοι [[τότε]] κ. ἐγὼν ἔσσεσθαι ὀΐω ἡμῖν Ὀδ. Π. 311, κτλ.· ποιεῖσθαί τι ἐν κέρδει, τὸ τοῦ Ὁρατίου lucro apponere, μετ’ ἀπαρ., Ἡρόδ. 2. 121, 4., 6. 13· οὕτω, [[κέρδος]] νομίζειν τι Θουκ. 3. 33., 7. 68· κ. ἡγεῖσθαι, ἤν τι... δάσωνται Ξεν. Κύρ. 4. 2, 43· κ. λαβεῖν ἔκ τινος Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 148· μέγ’ ἐστὶ κ., ἤν... ὁ αὐτ. ἐν Μονοστίχ. 359· πρὸς τὸ κ. βλέπειν [[αὐτόθι]] 364· ― [[μετὰ]] μετοχ., πᾶν κ. ἡγοῦ ζημιουμένη φυγῇ Εὐρ. Μήδ. 454· κ. ἐστί μοι, μετ’ ἀπαρ., τί δῆτ’ ἐμοὶ ζῆν κ. Αἰσχύλ. Πρ. 747, πρβλ. Λυσ. 113. 26, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 607, 610· πληθ., κέρδη, ὠφέλειαι, περιβαλλόμενος ἑωυτῷ κέρδεα Ἡρόδ. 3. 71· τὰ δειλὰ κ. Σοφ. Ἀντ. 326· τὰ κ. μείζω φαίνεσθαι τῶν δεινῶν Θουκ. 4. 59· τὰ πονηρὰ κ. Ἀντιφ. ἐν Ἀδήλ. 40· ἀντίθετον τῷ [[ζημία]], ἐν πάσῃ σημασίᾳ, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 4, 5. 2) ἐπιθυμία, [[ἀγάπη]] τοῦ κέρδους, Πινδ. Π. 3. 95· ἄνδρας τὸ κ. [[πολλάκις]] διώλεσεν Σοφ. Ἀντ. 222· εἰς τὸ κέρδ. λῇμ’ ἔχων ἀνειμένον Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 3· [[οὕτως]] ἐν τῷ πληθ., κερδῶν [[ἄθικτος]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 683· ἐν τοῖς κέρδεσιν μόνον δέδορκεν Σοφ. Ο. Τ. 388· μὴ ’πὶ κέρδεσιν λέγων ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 1061, πρβλ. 326, Εὐρ. Ἑκ. 1207· [[οὕτως]] ἐπὶ προσώπων, ἡμέτερα κ. τῶν σοφῶν (= ἡμῶν τῶν σ.), ὑμεῖς, παρ’ ὧν [[ἡμεῖς]] οἱ σοφοὶ κερδαίνομεν, Ἀριστοφ. Νεφ. 1202. 3) ἐπὶ εἰρωνικῆς σημασίας (πρβλ. [[κερδαίνω]] ΙΙ), ἀστεῖόν γε κ. ἔλαβεν ὁ [[κακοδαίμων]] Ἀριστοφ. Νεφ. 1064. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., πανοῦργα, δόλια τεχνάσματα, δόλοι, ἀπάται, πανουργίαι, ὃς δέ κε κέρδεα εἰδῇ Ἰλ. Ψ. 322· κέρδεα εἰδὼς [[αὐτόθι]] 709, κτλ.· κέρδεσι, [[οὔτε]] τάχει γε Ψ. 515· ἔργα τ’ ἐπίστασθαι κέρδεά θ’ Ὀδ. Β. 118, πρβλ. 85· ἐγὼ δ’ ἐν πᾶσι θεοῖσι [[μήτι]] τε κλέομαι καὶ κέρδεσιν Ν. 298· ἐνὶ φρεσὶ κέρδε’ ἐνώμας Σ. 216· κακὰ κέρδεα βουλεύουσιν, σκέπτονται βλάβην, ζημίαν, Ψ. 217· πρβλ. [[εὐτράπελος]] 3.
}}
}}

Revision as of 11:24, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κέρδος Medium diacritics: κέρδος Low diacritics: κέρδος Capitals: ΚΕΡΔΟΣ
Transliteration A: kérdos Transliteration B: kerdos Transliteration C: kerdos Beta Code: ke/rdos

English (LSJ)

εος, τό,

   A gain, profit, Od.23.140, etc.; ἐνόησεν ὅππως κ. ἔῃ how some advantage can be gained, what is best to be done, Il.10.225; οὔ τοι τόδε κ. ἐγὼν ἔσσεσθαι ὀΐω ἡμῖν Od.16.311, etc.; ποιέεσθαί τι ἐν κέρδεϊ, c. inf., Hdt.2.121.δ', 6.13; κ. νομίσαι τι Th.7.68; ὅτι . . Id.3.33; ἤν τι . . δάσωνται κ. ἡγεῖσθαι X.Cyr.4.2.43; ἐκ πονηροῦ πράγματος κ. λαβεῖν Men.697; μέγ' ἐστὶ κ., ἢν . . Id.Mon.359; πρὸς τὸ κ. βλέπειν ib.364; part., πᾶν κ. ἡγοῦ ζημιουμένη φυγῇ E.Med.454; κ. ἐστί μοι, c. inf., τί δῆτ' ἐμοὶ ζῆν κ.; A.Pr.747; τί κ. ἦν αὐτῷ διαβάλλειν ἐμέ; Lys.8.13, cf. Ar.Ec.607, 610: pl., gains, profits, περιβαλλόμενος ἑωυτῷ κέρδεα Hdt.3.71; τὰ δειλὰ (v.l. δεινὰ) κ. S.Ant.326; τὰ κ. μείζω φαίνεσθαι τῶν δεινῶν Th.4.59; τὰ πονηρὰ κ. Antiph.270:— κ. (metaph.) opp. ζημία (damage), Arist.EN1132a12, (lit.) opp. ζημἱα (damages), ib.14; ζημίαν λαβεῖν ἄμεινόν ἐστιν ἢ κ. κακόν S.Fr. 807.    2 desire of gain, κέρδει καὶ σοφία δέδεται Pi.P.3.54; ἄνδρας τὸ κ. πολλάκις διώλεσεν S.Ant.222; εἰς τὸ κ. λῆμ' ἔχων ἀνειμένον E.Heracl.3: pl., κερδῶν ἄθικτος A.Eu.704; ἐν τοῖς κέρδεσιν μόνον δέδορκε S.OT388; μὴ 'πὶ κέρδεσιν λέγων Id.Ant.1061, cf. E.Hec. 1207; of persons, ἡμέτερα κ. τῶν σοφῶν( = ἡμῶν τῶν σ.) you of whom we wise men make gain, Ar.Nu.1202.    3 iron. (cf. κερδαίνω 11), ἀστεῖόν γε κ. ἔλαβεν ὁ κακοδαίμων ib.1064.    II in pl., cunning arts, wiles, ὃς δέ κε κ. εἰδῇ Il.23.322, cf. 709, al.; κέρδεσιν, οὔ τι τάχει γε παραφθάμενος ib.515; φρένας ἐσθλὰς κέρδεά θ' Od.2.118, cf. 88; ἐγὼ δ' ἐν πᾶσι θεοῖσι μήτι τε κλέομαι καὶ κέρδεσιν 13.299; ἐνὶ φρεσὶ κέρδε' ἐνώμας 18.216; κακὰ κ. βουλεύουσιν 'they mean mischief', 23.217. (Cf. OIr. cerd 'art', 'craft', Welsh cerdd 'craft' or 'music'.)

German (Pape)

[Seite 1424] τό, Gewinn, Vortheil, Nutzen; Il. 10, 224 Od. 16, 311 u. öfter; ἵν οἴκαδε κέρδος ἄρηαι Hes. O. 630; Pind. u. Tragg., τί δῆτ' ἐμοὶ ζῆν κέρδος Aesch. Prom. 749, κέρδεσιν νικωμένους Ag. 333, Gewinnsucht, wie ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν Soph. Ant. 222, εἰς τὸ κέρδος λῆμ' ἔχων ἀνειμένον Eur. Heracl. 3; – ἵνα τι ἐπισπάσωνται κέρδος Her. 3, 72; ἐν κέρδεἵ ἐποιοῦντο, sie achteten es für Gewinn, 6, 13, wie κέρδος νομίσαι τὸ ἀκινδύνως ἀπελθεῖν Thuc. 7, 68; εἰ κέρδος ἡγοῖο τὸ ἐλέγχεσθαι Plat. Gorg. 487 a, wie Xen. Cyr. 4, 2, 43; ähnl. τί τὸ κέρδος μὴ καταθεῖναι Ar. Eccl. 603; κέρδος ἦν αὐτῷ ἐμὲ διαβάλλειν Lys. 8, 13; Ggstz ζημία, Plat. Legg. VIII, 835 b, wie Eur. Cycl. 34 u. Xen. Cyr. 2, 2, 12. – Auch = vortheilhafter Anschlag, kluger Plan, Schlauheit, ἐγὼ δ' ἐν πᾶσι θεοῖσι μήτι τε κλέομαι καὶ κέρδεσιν Od. 13, 298, κέρδεα εἰδώς, sich auf listige Anschläge verstehend, Il. 23, 709, öfter; auch κακὰ κέρδεα βουλεύειν, auf böse Ränke sinnen, Od. 23, 217.

Greek (Liddell-Scott)

κέρδος: -εος, τό, ὡς καὶ νῦν, κέρδος, ὠφέλεια, Λατ. lucrum, Ὀδ. Ψ. 140, καὶ Ἀττ.· συχνάκις σχεδὸν ὡς ἐπίθετ., ἐνόησεν ὅππως κέρδος ἔῃ, πῶς θὰ προήρχετο ὠφέλειά τις, τί θὰ ἦτο τὸ καλλίτερον νὰ γείνῃ, Ἰλ. Κ. 225· οὔ τοι τότε κ. ἐγὼν ἔσσεσθαι ὀΐω ἡμῖν Ὀδ. Π. 311, κτλ.· ποιεῖσθαί τι ἐν κέρδει, τὸ τοῦ Ὁρατίου lucro apponere, μετ’ ἀπαρ., Ἡρόδ. 2. 121, 4., 6. 13· οὕτω, κέρδος νομίζειν τι Θουκ. 3. 33., 7. 68· κ. ἡγεῖσθαι, ἤν τι... δάσωνται Ξεν. Κύρ. 4. 2, 43· κ. λαβεῖν ἔκ τινος Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 148· μέγ’ ἐστὶ κ., ἤν... ὁ αὐτ. ἐν Μονοστίχ. 359· πρὸς τὸ κ. βλέπειν αὐτόθι 364· ― μετὰ μετοχ., πᾶν κ. ἡγοῦ ζημιουμένη φυγῇ Εὐρ. Μήδ. 454· κ. ἐστί μοι, μετ’ ἀπαρ., τί δῆτ’ ἐμοὶ ζῆν κ. Αἰσχύλ. Πρ. 747, πρβλ. Λυσ. 113. 26, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 607, 610· πληθ., κέρδη, ὠφέλειαι, περιβαλλόμενος ἑωυτῷ κέρδεα Ἡρόδ. 3. 71· τὰ δειλὰ κ. Σοφ. Ἀντ. 326· τὰ κ. μείζω φαίνεσθαι τῶν δεινῶν Θουκ. 4. 59· τὰ πονηρὰ κ. Ἀντιφ. ἐν Ἀδήλ. 40· ἀντίθετον τῷ ζημία, ἐν πάσῃ σημασίᾳ, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 4, 5. 2) ἐπιθυμία, ἀγάπη τοῦ κέρδους, Πινδ. Π. 3. 95· ἄνδρας τὸ κ. πολλάκις διώλεσεν Σοφ. Ἀντ. 222· εἰς τὸ κέρδ. λῇμ’ ἔχων ἀνειμένον Εὐρ. Ἡρακλ. 3· οὕτως ἐν τῷ πληθ., κερδῶν ἄθικτος Αἰσχύλ. Εὐμ. 683· ἐν τοῖς κέρδεσιν μόνον δέδορκεν Σοφ. Ο. Τ. 388· μὴ ’πὶ κέρδεσιν λέγων ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 1061, πρβλ. 326, Εὐρ. Ἑκ. 1207· οὕτως ἐπὶ προσώπων, ἡμέτερα κ. τῶν σοφῶν (= ἡμῶν τῶν σ.), ὑμεῖς, παρ’ ὧν ἡμεῖς οἱ σοφοὶ κερδαίνομεν, Ἀριστοφ. Νεφ. 1202. 3) ἐπὶ εἰρωνικῆς σημασίας (πρβλ. κερδαίνω ΙΙ), ἀστεῖόν γε κ. ἔλαβεν ὁ κακοδαίμων Ἀριστοφ. Νεφ. 1064. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., πανοῦργα, δόλια τεχνάσματα, δόλοι, ἀπάται, πανουργίαι, ὃς δέ κε κέρδεα εἰδῇ Ἰλ. Ψ. 322· κέρδεα εἰδὼς αὐτόθι 709, κτλ.· κέρδεσι, οὔτε τάχει γε Ψ. 515· ἔργα τ’ ἐπίστασθαι κέρδεά θ’ Ὀδ. Β. 118, πρβλ. 85· ἐγὼ δ’ ἐν πᾶσι θεοῖσι μήτι τε κλέομαι καὶ κέρδεσιν Ν. 298· ἐνὶ φρεσὶ κέρδε’ ἐνώμας Σ. 216· κακὰ κέρδεα βουλεύουσιν, σκέπτονται βλάβην, ζημίαν, Ψ. 217· πρβλ. εὐτράπελος 3.