ῥυώδης: Difference between revisions
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
(13_3) |
(6_7) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0854.png Seite 854]] ες, von flüssiger, fließender, zerfließender Art, flüssig, fließend, zufließend, häufig, abundans, τὸ [[σπέρμα]] πολὺ καὶ ῥυῶδες, Plat. Tim. 86 cd. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0854.png Seite 854]] ες, von flüssiger, fließender, zerfließender Art, flüssig, fließend, zufließend, häufig, abundans, τὸ [[σπέρμα]] πολὺ καὶ ῥυῶδες, Plat. Tim. 86 cd. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ῥυώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ ῥέων, ἐπὶ προσώπων, ῥυώδεες τὰ οὖρα, οἱ μὴ δυνάμενοι νὰ κρατήσωσι τὰ οὖρα, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 815· [[σπέρμα]] πολὺ καὶ ῥ., ἐλευθέρως [[ῥέον]], Πλάτ. Τίμ. 86C, D· ἐπὶ πυρετῶν, συνεχὴς καὶ [[συχνός]], Γαλην. τ. 19, σ. 552, 17. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:25, 5 August 2017
English (LSJ)
ες, (ῥέω)
A running, flowing; of persons, ῥ. τὰ οὖρα incontinent of urine, Hp.Art.48; σπέρμα πολὺ καὶ ῥ. flowing freely, Pl.Ti. 86c, cf. d; of fevers, continuous or frequent, Gal.19.552 (nisi ῥοώδης legend.).
German (Pape)
[Seite 854] ες, von flüssiger, fließender, zerfließender Art, flüssig, fließend, zufließend, häufig, abundans, τὸ σπέρμα πολὺ καὶ ῥυῶδες, Plat. Tim. 86 cd.
Greek (Liddell-Scott)
ῥυώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ῥέων, ἐπὶ προσώπων, ῥυώδεες τὰ οὖρα, οἱ μὴ δυνάμενοι νὰ κρατήσωσι τὰ οὖρα, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 815· σπέρμα πολὺ καὶ ῥ., ἐλευθέρως ῥέον, Πλάτ. Τίμ. 86C, D· ἐπὶ πυρετῶν, συνεχὴς καὶ συχνός, Γαλην. τ. 19, σ. 552, 17.