ἐξάντης: Difference between revisions

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
(13_5)
(6_7)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0870.png Seite 870]] ες ([[ἄντα]], Andere von ἄτη), außerhalb des Gesichtskreises, nicht ausgesetzt, bes. ohne Krankheit, gesund; Hippocr.; unversehrt, ἐξάντη ἐποίησε ἡ [[μανία]] τὸν ἑαυτῆς ἔχοντα Plat. Phaedr. 244 e; [[ἐξάντης]] [[λεύσσω]] τοὐμὸν κακὸν ἄλλον ἔχοντα Zenob. 3, 95; [[ἐξάντης]] κακοῦ, frei davon, Ael. H. A. 3, 5; bei E. M. 346, 42 steht der Vers ὦ Ζεῦ [[γενέσθαι]] τῆσδέ μ' ἐξάντην νόσου.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0870.png Seite 870]] ες ([[ἄντα]], Andere von ἄτη), außerhalb des Gesichtskreises, nicht ausgesetzt, bes. ohne Krankheit, gesund; Hippocr.; unversehrt, ἐξάντη ἐποίησε ἡ [[μανία]] τὸν ἑαυτῆς ἔχοντα Plat. Phaedr. 244 e; [[ἐξάντης]] [[λεύσσω]] τοὐμὸν κακὸν ἄλλον ἔχοντα Zenob. 3, 95; [[ἐξάντης]] κακοῦ, frei davon, Ael. H. A. 3, 5; bei E. M. 346, 42 steht der Vers ὦ Ζεῦ [[γενέσθαι]] τῆσδέ μ' ἐξάντην νόσου.
}}
{{ls
|lstext='''ἐξάντης''': -ες, (πρβλ. [[κατάντης]], [[προσάντης]]), «ὁ τῆς νόσου ἔξω ὤν» (Ἡσύχ.), ὑγιής, Ἱππ. 488. 39· ἐξάντη ἐποίησε τὸν ἑαυτῆς ἔχοντα Πλάτ. Φαῖδρ. 244Ε. 2) [[μετὰ]] γεν., [[ἐξάντης]] γίνεται τοῦ κακοῦ, ἀπαλλάσσεται, Αἰλ. π. Ζ. 3. 5· νόσου Κωμικ. Ἀνώνυμ. 72.
}}
}}

Revision as of 11:26, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξάντης Medium diacritics: ἐξάντης Low diacritics: εξάντης Capitals: ΕΞΑΝΤΗΣ
Transliteration A: exántēs Transliteration B: exantēs Transliteration C: eksantis Beta Code: e)ca/nths

English (LSJ)

ες, of patients,

   A out of danger, healthy, ἐ. γίνεται Hp.Morb. 3.3, Mul.1.41; ἐξάντη ποιεῖν τινα Pl.Phdr.244e.    b harmless, ἐξάντη φάσκοντες ποιήσειν (sc. μῆνιν Ἑκάτης) D.Chr.4.90.    2 c. gen., free from, κακοῦ Ael.NA3.5; νούσου Hp.Morb.1.14, cf. Com.Adesp.1279 (= Trag.Adesp.151); δειλίας Jul.Or.6.192b.    3 = ἐξεστηκώς, μαινόμενος, EM346.42.

German (Pape)

[Seite 870] ες (ἄντα, Andere von ἄτη), außerhalb des Gesichtskreises, nicht ausgesetzt, bes. ohne Krankheit, gesund; Hippocr.; unversehrt, ἐξάντη ἐποίησε ἡ μανία τὸν ἑαυτῆς ἔχοντα Plat. Phaedr. 244 e; ἐξάντης λεύσσω τοὐμὸν κακὸν ἄλλον ἔχοντα Zenob. 3, 95; ἐξάντης κακοῦ, frei davon, Ael. H. A. 3, 5; bei E. M. 346, 42 steht der Vers ὦ Ζεῦ γενέσθαι τῆσδέ μ' ἐξάντην νόσου.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξάντης: -ες, (πρβλ. κατάντης, προσάντης), «ὁ τῆς νόσου ἔξω ὤν» (Ἡσύχ.), ὑγιής, Ἱππ. 488. 39· ἐξάντη ἐποίησε τὸν ἑαυτῆς ἔχοντα Πλάτ. Φαῖδρ. 244Ε. 2) μετὰ γεν., ἐξάντης γίνεται τοῦ κακοῦ, ἀπαλλάσσεται, Αἰλ. π. Ζ. 3. 5· νόσου Κωμικ. Ἀνώνυμ. 72.