σκέψις: Difference between revisions

From LSJ

οἰκτίστῳ θανάτῳ εἵμαρτο ἁλῶναι → it was fated that you would be taken by the most miserable death, it has been decreed that thou shouldst be cut off by a most piteous death

Source
(13_6a)
(6_8)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0894.png Seite 894]] ἡ, das Betrachten, die Betrachtung, Untersuchung, Ueberlegung; Eur. Hipp. 1323; [[περί]] τινος, Plat. Gorg. 487 e; [[περί]] τι, Legg. I, 636 d; ἡ διὰ τῶν ὀμμάτων [[σκέψις]], Phaed. 83 a; mit folgendem Fragesatze, ἵνα μοι [[χρόνος]] ἐγγένηται τῇ σκέψει, τί λέγοι ὁ [[ποιητής]], Prot. 339 e; σκέψιν ποιεῖ. σθαι, = [[σκέπτομαι]], Phaedr. 237 d, wie Pol. 8, 18, 5; Xen. Hier. 9, 9; das Bedenken, bes. der Skeptiker od. Pyrrhoniker (s. [[σκεπτικός]]) die auch οἱ ἀπὸ τῆς σκέψεως heißen, S. Emp. pyrrh. 1, 229.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0894.png Seite 894]] ἡ, das Betrachten, die Betrachtung, Untersuchung, Ueberlegung; Eur. Hipp. 1323; [[περί]] τινος, Plat. Gorg. 487 e; [[περί]] τι, Legg. I, 636 d; ἡ διὰ τῶν ὀμμάτων [[σκέψις]], Phaed. 83 a; mit folgendem Fragesatze, ἵνα μοι [[χρόνος]] ἐγγένηται τῇ σκέψει, τί λέγοι ὁ [[ποιητής]], Prot. 339 e; σκέψιν ποιεῖ. σθαι, = [[σκέπτομαι]], Phaedr. 237 d, wie Pol. 8, 18, 5; Xen. Hier. 9, 9; das Bedenken, bes. der Skeptiker od. Pyrrhoniker (s. [[σκεπτικός]]) die auch οἱ ἀπὸ τῆς σκέψεως heißen, S. Emp. pyrrh. 1, 229.
}}
{{ls
|lstext='''σκέψις''': -εως, ἡ ([[σκέπτομαι]]) [[παρατήρησις]], τὸ θεᾶσθαι, παρατηρεῖν διὰ τῶν αἰσθήσεων, ἡ διὰ τῶν ὀμμάτων σκ. Πλάτ. Φαίδων 83Α· τὸ ἀγρυπνεῖν, φυλάττειν, Ἡρῳδιαν. 8. 3. II. [[ἐξέτασις]], [[ἔρευνα]], [[θεωρία]], πολλῆς σκέψιος τὸ [[εὕρημα]] Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 9, πρβλ. Πλάτ. Ἀλκ. 1. 130D· βραχείας σκέψεως ἐστὶ ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 201Α· νέμειν σκέψιν, [[σκέπτομαι]] [[περί]] τινος, Εὐρ. Ἱππ. 1323· ἐνθείς τῇ τέχνῃ σκέψιν Ἀριστοφ. Βάτρ. 974· σκέψιν ποιεῖσθαι Πλάτ. Φαῖδρ. 237D· προβάλλειν σκ. ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 65D· σκ. λόγων ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 336Ε, [[περί]] τινος, [[ἐξέτασις]], [[διάσκεψις]] [[περί]] τινος, ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 487Ε, κτλ.· περὶ τι ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 636D· ἐπὶ σκέψιν τινὸς ἐλθεῖν, ἰέναι, ὁρμᾶ Ξεν. Οἰκ. 7, 13, Πλάτ., κλπ. 2) [[ἔρευνα]], [[ζήτησις]], [[ταῦτα]] ἐξωτερικωτέρας ἐστὶ σκέψεως Ἀριστ. Πολιτικ. 1, 5, 4· ἔξω τῆς νῦν σκ. ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 5, 9· οὐκ οἰκεῖα τῆς παρούσης σκ. ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 8. 1, 7, κτλ. 3) [[δισταγμός]], [[ἀμφιβολία]], [[μάλιστα]] ἐπὶ τῶν σκεπτικῶν ἢ Πυρρωνικῶν φιλοσόφων, Ἀνθ. Π. 7. 576· ἴδε [[σκεπτικός]] ΙΙ. 4) ἐν τῇ πολιτικῇ, [[ἀπόφασις]], [[ψήφισμα]], Λατ. consultum, συνεδρίου Ἡρῳδιαν. 4. 3, 21, πρβλ. [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 178.
}}
}}

Revision as of 11:27, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκέψις Medium diacritics: σκέψις Low diacritics: σκέψις Capitals: ΣΚΕΨΙΣ
Transliteration A: sképsis Transliteration B: skepsis Transliteration C: skepsis Beta Code: ske/yis

English (LSJ)

εως, ἡ, (σκέπτομαι)

   A viewing, perception by the senses, ἡ διὰ τῶν ὀμμάτων σ. Pl.Phd.83a; observation of auguries, Hdn.8.3.7.    II examination, speculation, consideration, τὸ εὕρημα πολλῆς σκέψιος Hp. VM4, cf. Pl.Alc.1.130d; βραχείας σ. Id.Tht.201a; νέμειν σ. take thought of a thing, v.l. in E.Hipp.1323; ἐνθεὶς τῇ τέχνῃ σ. Ar.Ra. 974; σ. ποιεῖσθαι Pl.Phdr.237d; σ. προβέβληκας Id.Phlb.65d; σ. λόγων Id.R.336e; σ. περί τινος inquiry into, speculation on a thing, Id.Grg.487e, etc.; περί τι Id.Lg.636d; ἐπὶ σκέψιν τινὸς ἐλθεῖν X. Oec.6.13.    2 speculation, inquiry, ταῦτα ἐξωτερικωτέρας ἐστὶ σκέψεως Arist.Pol.1254a34; ἔξω τῆς νῦν σ. Id.Ph.228a20; οὐκ οἰκεῖα τῆς παρούσης σ. Id.EN1155b9, etc.    3 hesitation, doubt, esp. of the Sceptic or Pyrthonic philosophers, AP7.576 (Jul.); the Sceptic philosophy, S.E.P.1.5; οἱ ἀπὸ τῆς σ. the Sceptics, ib.229.    4 in politics, resolution, decree, συνεδρίον Hdn.4.3.9, cf. Poll.6.178.

German (Pape)

[Seite 894] ἡ, das Betrachten, die Betrachtung, Untersuchung, Ueberlegung; Eur. Hipp. 1323; περί τινος, Plat. Gorg. 487 e; περί τι, Legg. I, 636 d; ἡ διὰ τῶν ὀμμάτων σκέψις, Phaed. 83 a; mit folgendem Fragesatze, ἵνα μοι χρόνος ἐγγένηται τῇ σκέψει, τί λέγοι ὁ ποιητής, Prot. 339 e; σκέψιν ποιεῖ. σθαι, = σκέπτομαι, Phaedr. 237 d, wie Pol. 8, 18, 5; Xen. Hier. 9, 9; das Bedenken, bes. der Skeptiker od. Pyrrhoniker (s. σκεπτικός) die auch οἱ ἀπὸ τῆς σκέψεως heißen, S. Emp. pyrrh. 1, 229.

Greek (Liddell-Scott)

σκέψις: -εως, ἡ (σκέπτομαι) παρατήρησις, τὸ θεᾶσθαι, παρατηρεῖν διὰ τῶν αἰσθήσεων, ἡ διὰ τῶν ὀμμάτων σκ. Πλάτ. Φαίδων 83Α· τὸ ἀγρυπνεῖν, φυλάττειν, Ἡρῳδιαν. 8. 3. II. ἐξέτασις, ἔρευνα, θεωρία, πολλῆς σκέψιος τὸ εὕρημα Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 9, πρβλ. Πλάτ. Ἀλκ. 1. 130D· βραχείας σκέψεως ἐστὶ ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 201Α· νέμειν σκέψιν, σκέπτομαι περί τινος, Εὐρ. Ἱππ. 1323· ἐνθείς τῇ τέχνῃ σκέψιν Ἀριστοφ. Βάτρ. 974· σκέψιν ποιεῖσθαι Πλάτ. Φαῖδρ. 237D· προβάλλειν σκ. ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 65D· σκ. λόγων ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 336Ε, περί τινος, ἐξέτασις, διάσκεψις περί τινος, ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 487Ε, κτλ.· περὶ τι ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 636D· ἐπὶ σκέψιν τινὸς ἐλθεῖν, ἰέναι, ὁρμᾶ Ξεν. Οἰκ. 7, 13, Πλάτ., κλπ. 2) ἔρευνα, ζήτησις, ταῦτα ἐξωτερικωτέρας ἐστὶ σκέψεως Ἀριστ. Πολιτικ. 1, 5, 4· ἔξω τῆς νῦν σκ. ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 5, 9· οὐκ οἰκεῖα τῆς παρούσης σκ. ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 8. 1, 7, κτλ. 3) δισταγμός, ἀμφιβολία, μάλιστα ἐπὶ τῶν σκεπτικῶν ἢ Πυρρωνικῶν φιλοσόφων, Ἀνθ. Π. 7. 576· ἴδε σκεπτικός ΙΙ. 4) ἐν τῇ πολιτικῇ, ἀπόφασις, ψήφισμα, Λατ. consultum, συνεδρίου Ἡρῳδιαν. 4. 3, 21, πρβλ. Πολυδ. Ϛ΄, 178.