λέως: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἥ γε ἀνία τὸ ἐμποδίζον τοῦ ἰέναιsorrow is that which hinders motion

Source
(13_4)
(6_9)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0037.png Seite 37]] = [[τελέως]], nach Apollon. pron. 334 u. E. M. aus Archil.; es hängt entweder mit [[λίαν]] zusammen, od. mit [[λεώς]], insofern Volk auch eine Gesammtheit, Ganzheit bedeutet, oder mit [[λεῖος]], wie plane, platterdings.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0037.png Seite 37]] = [[τελέως]], nach Apollon. pron. 334 u. E. M. aus Archil.; es hängt entweder mit [[λίαν]] zusammen, od. mit [[λεώς]], insofern Volk auch eine Gesammtheit, Ganzheit bedeutet, oder mit [[λεῖος]], wie plane, platterdings.
}}
{{ls
|lstext='''λέως''': ἢ λείως, Ἰων. ἐπίρρ. = [[λίαν]], ἐντελῶς, ὁλοσχερῶς, ὁλοκλήρως, παντελῶς, λείως γὰρ οὐδὲν ἐφρόνεον Ἀρχίλ. 112· ἀλλαχοῦ ἀπαντῶν μόνον ἐν τοῖς συνθέτοις λεωργὸς (ὃ ἴδε)· λεωκόνητος, -κόνιτος, ἢ -κόρητος, παντελῶς ἐξωλοθρευμένος, Θεογνώστ. Καν. σ. 9. 32, Ἡσύχ., Φώτ.· λεώλεθρος, λεώλης, -ες, τελείως [[ἐξώλης]], Ἡσύχ.· λεωπάτητος, διάφ. γραφ. ἀντὶ [[λακπάτητος]], ἐν Σοφ. Ἀντ. 1275. - Οἱ Γραμμ. ἑρμηνεύουσιν αὐτὸ ὡς συντετμημένον ἐκ τοῦ [[τελέως]], Ἀπολλοδ. Δύσκ. π. Ἀντων. 334, Γαλην. Λεξ. Ἱππ. 514 ([[ἔνθα]] κακῶς: λεῶς), Ἐτυμολ. Μέγ. 560. 31.
}}
}}

Revision as of 11:28, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λέως Medium diacritics: λέως Low diacritics: λέως Capitals: ΛΕΩΣ
Transliteration A: léōs Transliteration B: leōs Transliteration C: leos Beta Code: le/ws

English (LSJ)

or λείως, Ion. Adv.

   A entirely, wholly, at all, λείως γὰρ οὐδὲν ἐφρόνεον Archil.112, cf. Hp. ap. Erot.et Gal.19.118:—elsewh. only found in the compds. λεωργός (q.v.); λεω-κόνητος, λεχ-κόνιτος, or λεχ-κόρητος, utterly destroyed, Theognost.Can.9, Hsch., Phot.: λεώλεθρος, λεώλης, ες, utterly destroyed, Hsch. (also λειώλης, q.v., cf. λιωλεθρία Hsch.): λεωπάτητος [ᾰ], ον, v.l. for λακπάτητος, S.Ant. 1275.—The Gramm. expl. it as shortd. for τελέως, A.D.Pron.58.12, Erot.l.c. (ubi λίως codd.), Gal.l.c. (ubi male λεῶς), EM560.31.

German (Pape)

[Seite 37] = τελέως, nach Apollon. pron. 334 u. E. M. aus Archil.; es hängt entweder mit λίαν zusammen, od. mit λεώς, insofern Volk auch eine Gesammtheit, Ganzheit bedeutet, oder mit λεῖος, wie plane, platterdings.

Greek (Liddell-Scott)

λέως: ἢ λείως, Ἰων. ἐπίρρ. = λίαν, ἐντελῶς, ὁλοσχερῶς, ὁλοκλήρως, παντελῶς, λείως γὰρ οὐδὲν ἐφρόνεον Ἀρχίλ. 112· ἀλλαχοῦ ἀπαντῶν μόνον ἐν τοῖς συνθέτοις λεωργὸς (ὃ ἴδε)· λεωκόνητος, -κόνιτος, ἢ -κόρητος, παντελῶς ἐξωλοθρευμένος, Θεογνώστ. Καν. σ. 9. 32, Ἡσύχ., Φώτ.· λεώλεθρος, λεώλης, -ες, τελείως ἐξώλης, Ἡσύχ.· λεωπάτητος, διάφ. γραφ. ἀντὶ λακπάτητος, ἐν Σοφ. Ἀντ. 1275. - Οἱ Γραμμ. ἑρμηνεύουσιν αὐτὸ ὡς συντετμημένον ἐκ τοῦ τελέως, Ἀπολλοδ. Δύσκ. π. Ἀντων. 334, Γαλην. Λεξ. Ἱππ. 514 (ἔνθα κακῶς: λεῶς), Ἐτυμολ. Μέγ. 560. 31.