στιγμή: Difference between revisions
ἀνάγκη τὸ κινοῦν ἀντικινεῖσθαι → what incites movement must suffer a counter-movement
(13_5) |
(6_9) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0943.png Seite 943]] ἡ, das Punktiren, Stechen. u. der mit einem spitzigen Werkzeuge gemachte Punkt, Sp. – Der Punkt, Arist. eth. 10, 4, 4, Euclid. u. A.; dah. auch das Unbedeutendste, Kleinste, εἴ γε εἶχε στιγμὴν ἢ σκιὰν τούτων ὧν κατεσκεύαζε, Dem. 21, 115. – Bei den Gramm. der Punkt als Interpunktionszeichen, wic [[μέση]] [[στιγμή]] das Kolon. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0943.png Seite 943]] ἡ, das Punktiren, Stechen. u. der mit einem spitzigen Werkzeuge gemachte Punkt, Sp. – Der Punkt, Arist. eth. 10, 4, 4, Euclid. u. A.; dah. auch das Unbedeutendste, Kleinste, εἴ γε εἶχε στιγμὴν ἢ σκιὰν τούτων ὧν κατεσκεύαζε, Dem. 21, 115. – Bei den Gramm. der Punkt als Interpunktionszeichen, wic [[μέση]] [[στιγμή]] das Kolon. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''στιγμή''': ἡ, ([[στίζω]]) ὡς τὸ Λατ. punctum, [[σημεῖον]] γενόμενον δι’ ὀξέος ὀργάνου, [[κέντημα]], [[στίγμα]], [[σημεῖον]], Ἀλέξ. Μύνδ. παρ’ Ἀθην. 398D. 2) μαθηματικὸν [[σημεῖον]], Ἀριστ. Τοπ. 1. 18, 8, Ἠθικ. Νικ. 10. 3, 4, π.Ψυχ. 3. 2, 20, κ. ἀλλ.· ὅσον στ. αἱματίνη, ὅσον μία σταγὼν αἵματος, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 3, 2. 3) μεταφορ., [[πρᾶγμα]] μικρὸν πολύ, σμικρότατον [[μέρος]], εἴ γε εἶχε στιγμὴν ἢ σκιὰν τούτων Δημ. 552. 7, πρβλ. Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 389· -ἐπὶ χρόνου, Σιμωνίδ. 201· ἐν στ. χρόνου, ἐντὸς μιᾶς στιγμῆς, Εὐαγγ. κ. Λουκ. δ΄, 5· στιγμὴ χρόνου ὁ [[βίος]] Πλούτ. 2. 13D, πρβλ. 111C, Ἀνθ. Π. 7. 472. ΙΙ. παρὰ τοῖς γραμμ., στιγμὴ ἢ τελεία στιγμὴ ἡ [[κάτω]] [[στιγμή]], ἡ διακρίνουσα τὴν περίοδον, [[μέση]] στ., ἡ ἄνω λεγομένη [[στιγμή]], ἡ δηλοῦσα τὸ [[κῶλον]], ὑποστιγμὴ ἢ [[κόμμα]], τὸ διακρῖνον πρότασιν, κτλ., Α.Β. 758· ὁ Νικάνωρ διέκρινεν ὀκτὼ στιγμάς, [[αὐτόθι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:28, 5 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A spot on a bird's plumage, Alex.Mynd. ap.Ath.9.398d (pl.); brand-mark, D.S.34/5.2.1 (pl.). 2 mathematical point, Arist.Top.108b26, EN1174b12, de An.427a10, al., Apollod.Stoic.3.259; ὅσον σ. αἱματίνη 'a speck of blood', Arist.HA 561a11. 3 metaph. of anything very small, jot, tittle, εἴ γ' εἶχε στιγμὴν ἢ σκιὰν τούτων D.21.115, cf. Men.1067; of time, Simon. 196, LXX Is.29.5; ἐν σ. χρόνου in a moment, Ev.Luc.4.5; σ. χρόνου ὁ βίος Plu.2.13a, cf. AP7.472 (Leon.); ἐν σ. without χρόνου, Vett.Val.131.4; στιγμῇ καιρο,= puncto temporis, Gloss. II Gramm., ς. or τελεία σ. full stop, period, μέση σ. colon, D.T.630.6, cf. ὑποστιγμή: Nicanor made 8 στιγμαί, Sch.ibId.p.24 H., cf. Suid. s.v. Νικάνωρ; σ. πᾶσα σημεῖον αὐτοτελείας A.D.Adv.182.17, cf. Pron.53.16, al.
German (Pape)
[Seite 943] ἡ, das Punktiren, Stechen. u. der mit einem spitzigen Werkzeuge gemachte Punkt, Sp. – Der Punkt, Arist. eth. 10, 4, 4, Euclid. u. A.; dah. auch das Unbedeutendste, Kleinste, εἴ γε εἶχε στιγμὴν ἢ σκιὰν τούτων ὧν κατεσκεύαζε, Dem. 21, 115. – Bei den Gramm. der Punkt als Interpunktionszeichen, wic μέση στιγμή das Kolon.
Greek (Liddell-Scott)
στιγμή: ἡ, (στίζω) ὡς τὸ Λατ. punctum, σημεῖον γενόμενον δι’ ὀξέος ὀργάνου, κέντημα, στίγμα, σημεῖον, Ἀλέξ. Μύνδ. παρ’ Ἀθην. 398D. 2) μαθηματικὸν σημεῖον, Ἀριστ. Τοπ. 1. 18, 8, Ἠθικ. Νικ. 10. 3, 4, π.Ψυχ. 3. 2, 20, κ. ἀλλ.· ὅσον στ. αἱματίνη, ὅσον μία σταγὼν αἵματος, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 3, 2. 3) μεταφορ., πρᾶγμα μικρὸν πολύ, σμικρότατον μέρος, εἴ γε εἶχε στιγμὴν ἢ σκιὰν τούτων Δημ. 552. 7, πρβλ. Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 389· -ἐπὶ χρόνου, Σιμωνίδ. 201· ἐν στ. χρόνου, ἐντὸς μιᾶς στιγμῆς, Εὐαγγ. κ. Λουκ. δ΄, 5· στιγμὴ χρόνου ὁ βίος Πλούτ. 2. 13D, πρβλ. 111C, Ἀνθ. Π. 7. 472. ΙΙ. παρὰ τοῖς γραμμ., στιγμὴ ἢ τελεία στιγμὴ ἡ κάτω στιγμή, ἡ διακρίνουσα τὴν περίοδον, μέση στ., ἡ ἄνω λεγομένη στιγμή, ἡ δηλοῦσα τὸ κῶλον, ὑποστιγμὴ ἢ κόμμα, τὸ διακρῖνον πρότασιν, κτλ., Α.Β. 758· ὁ Νικάνωρ διέκρινεν ὀκτὼ στιγμάς, αὐτόθι.