μενετός: Difference between revisions

From LSJ
(13_4)
(6_10)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0132.png Seite 132]] bleibend, wartend; οἱ καιροὶ οὐ μενετοί, der rechte, günstige Augenblick bleibt, wartet nicht, Thuc. 1, 142; μενετοὶ θεοί, die Götter warten, haben Geduld, Ar. Av. 1620, nach Schol. ἀνεξίκακοι, οὐκ [[εὐθέως]] τιμωρούμενοι, oder auch μόνιμοι, βέβαιοι.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0132.png Seite 132]] bleibend, wartend; οἱ καιροὶ οὐ μενετοί, der rechte, günstige Augenblick bleibt, wartet nicht, Thuc. 1, 142; μενετοὶ θεοί, die Götter warten, haben Geduld, Ar. Av. 1620, nach Schol. ἀνεξίκακοι, οὐκ [[εὐθέως]] τιμωρούμενοι, oder auch μόνιμοι, βέβαιοι.
}}
{{ls
|lstext='''μενετός''': -ή, -όν, ([[μένω]]) περιμένων ἢ διατεθειμένος νὰ περιμένῃ, ὑπομονετικός, [[μακρόθυμος]], μενετοὶ θεοὶ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1620. ΙΙ. ἐπὶ περιστάσεων, οἱ καιροὶ οὐ μενετοί, αἱ εὐκαιρίαι δὲν ἀναμένουσιν, ἡ εὐνοϊκὴ [[περίστασις]] δὲν περιμένει Θουκ. 1. 142.
}}
}}

Revision as of 11:30, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μενετός Medium diacritics: μενετός Low diacritics: μενετός Capitals: ΜΕΝΕΤΟΣ
Transliteration A: menetós Transliteration B: menetos Transliteration C: menetos Beta Code: meneto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A inclined to wait, patient, μενετοὶ θεοί Ar.Av.1620; of circumstances, οἱ καιροὶ οὐ μ. opportunities will not wait, Th.1.142.

German (Pape)

[Seite 132] bleibend, wartend; οἱ καιροὶ οὐ μενετοί, der rechte, günstige Augenblick bleibt, wartet nicht, Thuc. 1, 142; μενετοὶ θεοί, die Götter warten, haben Geduld, Ar. Av. 1620, nach Schol. ἀνεξίκακοι, οὐκ εὐθέως τιμωρούμενοι, oder auch μόνιμοι, βέβαιοι.

Greek (Liddell-Scott)

μενετός: -ή, -όν, (μένω) περιμένων ἢ διατεθειμένος νὰ περιμένῃ, ὑπομονετικός, μακρόθυμος, μενετοὶ θεοὶ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1620. ΙΙ. ἐπὶ περιστάσεων, οἱ καιροὶ οὐ μενετοί, αἱ εὐκαιρίαι δὲν ἀναμένουσιν, ἡ εὐνοϊκὴ περίστασις δὲν περιμένει Θουκ. 1. 142.