κατασκευαστικός: Difference between revisions

From LSJ

ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water

Source
(13_2)
(6_11)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1378.png Seite 1378]] ή, όν, zum Einrichten, Anordnen gehörig, geschickt; ἐνθυμήματα Arist. rhet. 2, 26; τινός Ath. I, 11 f; a. Sp., auch adv.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1378.png Seite 1378]] ή, όν, zum Einrichten, Anordnen gehörig, geschickt; ἐνθυμήματα Arist. rhet. 2, 26; τινός Ath. I, 11 f; a. Sp., auch adv.
}}
{{ls
|lstext='''κατασκευαστικός''': -ή, -όν, ἱκανὸς [[ὅπως]] κατασκευάσῃ, τινος π. Ἀρετ. 5. 5· «ἤθους [[ταῦτα]] κ.» Σχολ. εἰς Λουκ. Ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. Κ. 10. 2) ἐν τῇ λογ., κατασκευάζων ἱδρύων τι ἢ βεβαιώνων, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[ἀναιρετικός]] ([[λυτικός]]), ἐνθυμήματα κ., ἀντίθ. τῷ ἀνασκευαστικὰ (Ἑρμογ.), Ἀριστ. Ρητ. 2. 26, 3· [[οὕτως]], ἐπίρ., -κῶς ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλυτ. Προτ. 1. 46, 12· ἀντίθετον τῷ ἀνασκευαστικῶς, [[αὐτόθι]], 13· πρβλ. [[κατασκευάζω]] 5.
}}
}}

Revision as of 11:30, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασκευαστικός Medium diacritics: κατασκευαστικός Low diacritics: κατασκευαστικός Capitals: ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: kataskeuastikós Transliteration B: kataskeuastikos Transliteration C: kataskevastikos Beta Code: kataskeuastiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A fitted for providing, τινος Arist.VV1250b29; fitted for bringing about, τοῦ μὴ πλανᾶν Phld.Rh.1.347 S.    2 in Logic, constructive, positive, opp. destructive (λυτικός, ἀνασκευαστικός), Arist.Rh.1403a25, Theon Prog.12, etc.: c.gen., λόγος κ. ζητήματος Corn.Rh.p.377 H., cf. Nicol. Prog.p.29 F. Adv. -κῶς, opp. ἀνασκευαστικῶς, Arist.APr.52a31.    3 (κατασκευή VIII) systematic, γυμνάσια Gal.6.177.

German (Pape)

[Seite 1378] ή, όν, zum Einrichten, Anordnen gehörig, geschickt; ἐνθυμήματα Arist. rhet. 2, 26; τινός Ath. I, 11 f; a. Sp., auch adv.

Greek (Liddell-Scott)

κατασκευαστικός: -ή, -όν, ἱκανὸς ὅπως κατασκευάσῃ, τινος π. Ἀρετ. 5. 5· «ἤθους ταῦτα κ.» Σχολ. εἰς Λουκ. Ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. Κ. 10. 2) ἐν τῇ λογ., κατασκευάζων ἱδρύων τι ἢ βεβαιώνων, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἀναιρετικός (λυτικός), ἐνθυμήματα κ., ἀντίθ. τῷ ἀνασκευαστικὰ (Ἑρμογ.), Ἀριστ. Ρητ. 2. 26, 3· οὕτως, ἐπίρ., -κῶς ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλυτ. Προτ. 1. 46, 12· ἀντίθετον τῷ ἀνασκευαστικῶς, αὐτόθι, 13· πρβλ. κατασκευάζω 5.