λυτικός
ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death
English (LSJ)
λυτική, λυτικόν,
A able to loose, laxative, τῆς κοιλίας Mnesith. ap. Ath.3.92c, cf. 91b; λυτικὰ φάρμακα Arist.Pr.949a5.
2 λυτικὸν φάρμακον antidote to a poison, Thphr. HP 9.16.5.
3 φάρμακον φλεγμονῆς λυτικόν dispersive of inflammation, Gal. 11.751, cf. 10.637.
II able to refute, confutative, of arguments, Arist.Rh.1403a25.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui convient pour réfuter.
Étymologie: λύω.
German (Pape)
zum Lösen, Auflösen, Befreien geschickt, Sp.; κοιλίας λ., die Leibesöffnung bewirkend, Ath. III.91b; Medic.; – οἱ λυτικοί, Grammatiker, die sich mit der Lösung von schwierigen Fragen beschäftigen.
Russian (Dvoretsky)
λῠτικός:
1 очищающий, слабительный (φάρμακα Arst.);
2 применяемый в опровержениях (ἐνθυμήματα Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
λυτικός: -ή, -όν, ἔχων τὴν δύναμιν νὰ προξενῇ λύσιν, κίνησιν, ἔχων καθαρτικὴν δύναμιν, τῆς κοιλίας Μνησίθ. παρ’ Ἀθην. 92C, πρβλ. 31Β· λ. φάρμακα Ἀριστ. Προβλ. 27. 10, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 16, 5. ΙΙ. ἱκανὸς νὰ ἀναιρέσῃ, ἀναιρετικός, ἐπὶ λογικῶν ἐπιχειρημάτων, Ἀριστ. Ρητορ. 2. 26, 3· ― ἐπιτήδειος εἰς λύσιν πολυπλόκων ζητημάτων, ἐπὶ γραμματικοῦ, Ἀθήν. 493C.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α λυτικός, -ή, -όν) λύτης
το αρσ. ως ουσ. ο λυτικός
γραμματικός της αλεξανδρινής εποχής ο οποίος ασχολούνταν με τη λύση δύσκολων ζητημάτων
νεοελλ.
1. ικανός να εξηγεί προβλήματα
2. φρ. «λυτικές ουσίες» — ουσίες η χορήγηση τών οποίων καταργεί ή μειώνει τη δράση ορισμένων νεύρων, ιδίως τών συμπαθητικών και τών παρασυμπαθητικών
αρχ.
1. (για φάρμακο) α) καθαρτικός
β) αυτός που διαλύει το πρήξιμο
2. ικανός να αναιρεί, να ανασκευάζει επιχειρήματα
3. φρ. «λυτικὸν φάρμακον» — αντίδοτο δηλητηρίων.
Greek Monotonic
λῠτικός: -ή, -όν (λύω), ικανός να αναιρέσει, ανατρεπτικός, αναιρετικός, σωτήριος, λέγεται για λογικά επιχειρήματα, σε Αριστ.
Middle Liddell
λῠτικός, ή, όν [λύω]
refutative, of arguments, Arist.