χρηματιστικός: Difference between revisions
(13_6a) |
(6_11) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1374.png Seite 1374]] zum χρηματίζειν u. χρηματίζεσθαι gehörig, geschickt, dah. – a) zu Handels-, Geldgeschäften, zum Erwerbe von Vermögen, zum Gewinn gehörig, geschickt; Plat. Rep. XI, 581 c; neben πλούσιοι Conv. 173 c; ἡ χρηματιστική, die Kunst, Vermögen zu erwerben, Gorg. 477 e Euthyd. 307 a; [[οἰωνός]], Reichthum andeutend, Xen. An. 5, 9,23. – b) zur Abmachung von öffentlichen od. Staatsgeschäften gehörig, geschickt; [[πυλών]], Pol. 15, 31, 2, wie [[σκηνή]] u. vgl., Audienzsaal, 5, 81, 5. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1374.png Seite 1374]] zum χρηματίζειν u. χρηματίζεσθαι gehörig, geschickt, dah. – a) zu Handels-, Geldgeschäften, zum Erwerbe von Vermögen, zum Gewinn gehörig, geschickt; Plat. Rep. XI, 581 c; neben πλούσιοι Conv. 173 c; ἡ χρηματιστική, die Kunst, Vermögen zu erwerben, Gorg. 477 e Euthyd. 307 a; [[οἰωνός]], Reichthum andeutend, Xen. An. 5, 9,23. – b) zur Abmachung von öffentlichen od. Staatsgeschäften gehörig, geschickt; [[πυλών]], Pol. 15, 31, 2, wie [[σκηνή]] u. vgl., Audienzsaal, 5, 81, 5. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''χρημᾰτιστικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς χρηματισμόν, εἰς τὴν κτῆσιν χρημάτων, ὁ [[χρηματιστικός]], [[ἄνθρωπος]] ἀσχολούμενος εἰς χρηματισμόν, πορισμὸν χρημάτων, Πλάτ. Πολ. 581C· ἀντίθετον τῷ [[ἀναλωτικός]]. [[αὐτόθι]] 558D· τῷ [[στρατιωτικός]], οἰκήσεις γὰρ, ἔφη, δοκεῖς μοι λέγειν. Ναί, ἧν δ’ ἐγώ, στρατιωτικάς γε, ἀλλ’ οὐ χρηματιστικὸς [[αὐτόθι]] 415Ε, πρβλ. Πλουτ. Κράσσ. 17· χρ. οἱωνός, προμηνύων [[κέρδος]], Ξεν. Ἀν. 6. 1, 23· τὸ χρηματιστικόν, ἡ ἐμπορικὴ [[τάξις]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ στρατιωτικόν, κλπ. Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 21· - ἡ χρηματιστική (ἐξυπακ. [[τέχνη]]), ἡ [[τέχνη]] τοῦ κτᾶσθαι χρήματα, [[ἐμπόριον]], Πλάτ. Γοργ. 477Ε, Εὐθύδ. 307Α, κ. ἀλλ.· περὶ τῶν ποικιλιῶν τῆς τέχνης ταύτης, ἴδε Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 11. ΙΙ. ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων καὶ [[κατάλληλος]] εἰς τὴν διεξαγωγὴν δημοσίων ὑποθέσεων, χρ. [[σκηνή]], [[πυλών]], χρησιμεύοντα πρὸς σύσκεψιν ἢ ἀκροάσεις, Πολύβ. 5. 81, 5., 15. 31, 2. ΙΙ. [[χρησμῳδικός]], [[προφητικός]], [[μαντικός]], Πορφ. π. Ἀποχ. Ἐμψύχ. 4. 10· πρβλ. [[χρηματίζω]] Ι. 4. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:31, 5 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for traffic and money-making, ὁ χ. a man of business, Pl.R.581d; opp. ἀναλωτικός, ib.558d; opp. στρατιωτικός, οἰκήσεις ib.415e; opp. στρατηγικός, διατριβαί Plu.Crass.17; χ. οἰωνός an omen portending gain, X.An.6.1.23; τὸ χ. the commercial class, opp. τὸ πολεμικόν, etc., Arist.Pol.1291b21; ἡ -κή (sc. τέχνη) the art of money-making, Pl. Grg.477e, Euthd. 307a, al.; on its varieties, v. Arist.Pol.1256b41. II belonging to or fitted for the dispatch of public business, χ. σκηνή, πυλών, a tent, hall for holding conferences, giving audience, Plb.5.81.5, 15.31.2. 2 notarial, τράπεζα PLond.3.1164d.4(iii A. D.). III oracular, prophetic, ψυχή Porph.Abst.4.10. IV Astrol., effective, operative, τόποι Vett.Val.29.18, Antioch.Astr. in Cat.Cod.Astr. 8(3).107; of stars Iamb.Myst.3.30.
German (Pape)
[Seite 1374] zum χρηματίζειν u. χρηματίζεσθαι gehörig, geschickt, dah. – a) zu Handels-, Geldgeschäften, zum Erwerbe von Vermögen, zum Gewinn gehörig, geschickt; Plat. Rep. XI, 581 c; neben πλούσιοι Conv. 173 c; ἡ χρηματιστική, die Kunst, Vermögen zu erwerben, Gorg. 477 e Euthyd. 307 a; οἰωνός, Reichthum andeutend, Xen. An. 5, 9,23. – b) zur Abmachung von öffentlichen od. Staatsgeschäften gehörig, geschickt; πυλών, Pol. 15, 31, 2, wie σκηνή u. vgl., Audienzsaal, 5, 81, 5.
Greek (Liddell-Scott)
χρημᾰτιστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς χρηματισμόν, εἰς τὴν κτῆσιν χρημάτων, ὁ χρηματιστικός, ἄνθρωπος ἀσχολούμενος εἰς χρηματισμόν, πορισμὸν χρημάτων, Πλάτ. Πολ. 581C· ἀντίθετον τῷ ἀναλωτικός. αὐτόθι 558D· τῷ στρατιωτικός, οἰκήσεις γὰρ, ἔφη, δοκεῖς μοι λέγειν. Ναί, ἧν δ’ ἐγώ, στρατιωτικάς γε, ἀλλ’ οὐ χρηματιστικὸς αὐτόθι 415Ε, πρβλ. Πλουτ. Κράσσ. 17· χρ. οἱωνός, προμηνύων κέρδος, Ξεν. Ἀν. 6. 1, 23· τὸ χρηματιστικόν, ἡ ἐμπορικὴ τάξις, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ στρατιωτικόν, κλπ. Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 21· - ἡ χρηματιστική (ἐξυπακ. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ κτᾶσθαι χρήματα, ἐμπόριον, Πλάτ. Γοργ. 477Ε, Εὐθύδ. 307Α, κ. ἀλλ.· περὶ τῶν ποικιλιῶν τῆς τέχνης ταύτης, ἴδε Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 11. ΙΙ. ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων καὶ κατάλληλος εἰς τὴν διεξαγωγὴν δημοσίων ὑποθέσεων, χρ. σκηνή, πυλών, χρησιμεύοντα πρὸς σύσκεψιν ἢ ἀκροάσεις, Πολύβ. 5. 81, 5., 15. 31, 2. ΙΙ. χρησμῳδικός, προφητικός, μαντικός, Πορφ. π. Ἀποχ. Ἐμψύχ. 4. 10· πρβλ. χρηματίζω Ι. 4.