συνέψω: Difference between revisions

From LSJ

τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars

Source
(c1)
(6_13b)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1022.png Seite 1022]] (s. ἕψω), mit od. zugleich kochen; Theophr.; Plut. u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1022.png Seite 1022]] (s. ἕψω), mit od. zugleich kochen; Theophr.; Plut. u. a. Sp.
}}
{{ls
|lstext='''συνέψω''': μέλλ. -εψήσω, ἕψω, [[βράζω]] [[ὁμοῦ]], οὐκ ἄρνεια κρέα καὶ [[χελώνη]] νῦν ἐν Λυδίᾳ ξυνέψεται Λουκ. [[Ζεὺς]] Τραγῳδ. 30, Γαλην. τῶν κατὰ Τόπ. 7, Διοσκ. 2. 148, κτλ.· ― ἐπὶ τῆς ἀφομοιώσεως τῶν χυμῶν, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 16· ἐπὶ οὔρων διαμενόντων ἐν τῇ κύστει καὶ θερμαινομένων, ὁ αὐτ. π. Ἀέρ. 286· ― ἐπὶ θερμότητος, προξενῶ ζύμωσιν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 21, 2, κτλ. ― Παθητ., βράζομαι [[ὁμοῦ]], Ἀριστ. Ἀποσπ. 105· βράζομαι ἢ χωνεύομαι, τήκομαι [[ὁμοῦ]], χαλκῷ ὁ αὐτ. π. Θαυμ. 62. ― Ὁ ἐνεστ. συνεψέω ἢ -άω ἀπαντᾷ παρὰ μεταγεν. συγγραφ., ἴδε ἐν λ. [[ἑψέω]]· ὁ πλημμελὴς ἀόρ. συνῆψας ἐν Τιμοκλ. «Λήθῃ» 1, διωρθώθῃ ὑπὸ τοῦ Δινδ. ἧψες, ἐν αἷσιν ἧψες ἀντὶ τοῦ ἐν αἷς συνῆψας.
}}
}}

Revision as of 11:34, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνέψω Medium diacritics: συνέψω Low diacritics: συνέψω Capitals: ΣΥΝΕΨΩ
Transliteration A: synépsō Transliteration B: synepsō Transliteration C: synepso Beta Code: sune/yw

English (LSJ)

aor.

   A -έψησα SIG1171.16 (Lebena):—boil together, [κράμβῃ] τὰ λιπαρὰ τῶν κρεῶν Dsc.2.122, cf. PHolm.21.33, etc.; of the coction of humours, Hp.VM19 (Pass.); of digestion, Id.Vict.3.79; of urine retained and heating in the bladder, Id.Aër.9; of heat, cause to ferment, Thphr.CP1.21.2 (Pass.), etc.:—Pass., to be boiled together, Arist.Fr.110, Luc.JTr.30, Sor.2.13, Gal.13.39; to be boiled or smelted with, χαλκῷ Arist.Mir.835a11; κρέασι Thphr.HP9.18.2.--The pres. συνεψέω occurs in late writers, Gal.Vict.Att.115, Id.15.692, Aret.CA 1.2 (Pass.), Alex.Trall.Febr.3, Gp.8.36.2; cf. ἕψω: aor. συνῆψας is corrupt in Timocl.21.4 (leg. αἷσιν ἧψες).

German (Pape)

[Seite 1022] (s. ἕψω), mit od. zugleich kochen; Theophr.; Plut. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συνέψω: μέλλ. -εψήσω, ἕψω, βράζω ὁμοῦ, οὐκ ἄρνεια κρέα καὶ χελώνη νῦν ἐν Λυδίᾳ ξυνέψεται Λουκ. Ζεὺς Τραγῳδ. 30, Γαλην. τῶν κατὰ Τόπ. 7, Διοσκ. 2. 148, κτλ.· ― ἐπὶ τῆς ἀφομοιώσεως τῶν χυμῶν, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 16· ἐπὶ οὔρων διαμενόντων ἐν τῇ κύστει καὶ θερμαινομένων, ὁ αὐτ. π. Ἀέρ. 286· ― ἐπὶ θερμότητος, προξενῶ ζύμωσιν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 21, 2, κτλ. ― Παθητ., βράζομαι ὁμοῦ, Ἀριστ. Ἀποσπ. 105· βράζομαι ἢ χωνεύομαι, τήκομαι ὁμοῦ, χαλκῷ ὁ αὐτ. π. Θαυμ. 62. ― Ὁ ἐνεστ. συνεψέω ἢ -άω ἀπαντᾷ παρὰ μεταγεν. συγγραφ., ἴδε ἐν λ. ἑψέω· ὁ πλημμελὴς ἀόρ. συνῆψας ἐν Τιμοκλ. «Λήθῃ» 1, διωρθώθῃ ὑπὸ τοῦ Δινδ. ἧψες, ἐν αἷσιν ἧψες ἀντὶ τοῦ ἐν αἷς συνῆψας.