ἀφαρμάκευτος: Difference between revisions
From LSJ
τὸ ἀνάλημμα καὶ τὴν ἐπ' αὐτοῦ κερκίδα → the retaining wall and the wedge of theatre seats supported by it
(c1) |
(6_16) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0407.png Seite 407]] ohne Arznei, Gift, Hippocr.; ungefärbt, [[τρίχες]] Alciphr. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0407.png Seite 407]] ohne Arznei, Gift, Hippocr.; ungefärbt, [[τρίχες]] Alciphr. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀφαρμάκευτος''': -ον, [[ἄνευ]] φαρμάκου, ἐᾶν ἀφαρμάκευτον [[εἶναι]] Ἱππ. 401. 15· [[ἄνευ]] καλλωπιστικῶν φαρμάκων, ξανθίζειν ἀφαρμάκευτα Ἀλκίφρων Ἀποσπ. 5. 4· ― ὁ [[ἄνευ]] φαρμάκων θεραπεύων, Ἰατρὸν ἀφαρμάκευτον, ἐπὶ τοῦ Χριστοῦ, Βασίλ. Σελ. λογ. 35. σ. 180. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:36, 5 August 2017
English (LSJ)
[μᾰ], ον,
A without medicine, not physicked, Hp.Acut. (Sp.) 27; without cosmetics, ξανθίζειν ἀφαρμάκευτα Alciphr.Fr.5.4.
German (Pape)
[Seite 407] ohne Arznei, Gift, Hippocr.; ungefärbt, τρίχες Alciphr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφαρμάκευτος: -ον, ἄνευ φαρμάκου, ἐᾶν ἀφαρμάκευτον εἶναι Ἱππ. 401. 15· ἄνευ καλλωπιστικῶν φαρμάκων, ξανθίζειν ἀφαρμάκευτα Ἀλκίφρων Ἀποσπ. 5. 4· ― ὁ ἄνευ φαρμάκων θεραπεύων, Ἰατρὸν ἀφαρμάκευτον, ἐπὶ τοῦ Χριστοῦ, Βασίλ. Σελ. λογ. 35. σ. 180.