ἄοκνος: Difference between revisions

From LSJ

σὺν Ἀθηνᾷ καὶ σὺ χεῖρα κινεῖ → God helps those who help themselves, God helps them that help themselves, heaven helps those who help themselves, the Lord helps those who help themselves, move your hand along with Athena, move your hand along with Minerva, fortune favors the prepared mind, fortune favours the prepared mind, chance favors the prepared mind, chance favours the prepared mind

Source
(13_5)
(6_17)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0272.png Seite 272]] unverdrossen, rüstig, thätig, Hes. O. 683; Soph. Ai. 560; [[βλάβη]] Tr. 839, nach Schol. [[ἀμέλλητος]]; im Ggstz von [[μελλητής]] Thuc. 1, 70; [[προθυμία]] ἀοκνοτάτη 1, 74; [[δύναμις]], [[στρατηγός]], Poll. 1, 155. 178. – Adv. ἀόκνως, εἰπεῖν Plat. Legg. I, 649 b.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0272.png Seite 272]] unverdrossen, rüstig, thätig, Hes. O. 683; Soph. Ai. 560; [[βλάβη]] Tr. 839, nach Schol. [[ἀμέλλητος]]; im Ggstz von [[μελλητής]] Thuc. 1, 70; [[προθυμία]] ἀοκνοτάτη 1, 74; [[δύναμις]], [[στρατηγός]], Poll. 1, 155. 178. – Adv. ἀόκνως, εἰπεῖν Plat. Legg. I, 649 b.
}}
{{ls
|lstext='''ἄοκνος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] δισταγμοῦ, ἀποφασιστικός, ἀκούραστος, [[ἐνεργός]], φιλεργός, [[ἔνθα]] κ’ [[ἄοκνος]] ἀνὴρ μέγα οἶκον ὀφέλλῃ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 493· [[φύλαξ]] Σοφ. Αἴ. 563· ἄ. πρὸς μελλητὰς Θουκ. 1.70· [[πρός]] τι Πλουτ. Πελ. 3· ὧν ἅδ’ ἁ [[τλάμων]] ἄοκνον μεγάλαν προσορῶσα δόμοισι βλάβαν, ἐπικειμένην, σπεύδουσαν, Σοφ. Τρ. 841· ἀλλ’ ἴδε Jebb ἐν τόπῳ, [[ὅστις]] [[μετὰ]] τοῦ Μουσγρ. ἀναγινώσκει: ὧν ἅδ’ ἁ [[τλάμων]] [[ἄοκνος]], μεγάλαν… βλάβαν, καὶ ἑρμηνεύει: μὴ ὑποπτεύουσα, μὴ φοβουμένη τοιαῦτα ἀποτελέσματα. ― Ἐπίρρ. -νως, [[ἄνευ]] ὄκνου, [[ἄνευ]] δισταγμοῦ, εἰπεῖν τε ἀόκνως [[ὁτιοῦν]] Πλάτ. Νόμ. 649B, Ἱππ. Ἄρθρ. 803.
}}
}}

Revision as of 11:38, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄοκνος Medium diacritics: ἄοκνος Low diacritics: άοκνος Capitals: ΑΟΚΝΟΣ
Transliteration A: áoknos Transliteration B: aoknos Transliteration C: aoknos Beta Code: a)/oknos

English (LSJ)

ον,

   A without hesitation, resolute, ἀνήρ Hes.Op.495; φύλακα τροφῆς ἄοκνον S.Aj.563; ἄ. πρὸς μελλητάς Th.1.70; ἕψομαί γ' ἀ. Cleanth.Stoic.1.118; πρὸς τὰς ἀναγκαίας χρήσεις Epicur.Ep.3p.64U.; πρὸς τοὺς πόνους Plu.Pel.3; ἄ. βλάβη pressing, present mischief, S.Tr.841. Adv. -νως without hesitation, Hp. Art.38, Pl.Lg.649b, Orib.Syn.Praef.: Sup. -ότατα X.Cyr.1.4.2.

German (Pape)

[Seite 272] unverdrossen, rüstig, thätig, Hes. O. 683; Soph. Ai. 560; βλάβη Tr. 839, nach Schol. ἀμέλλητος; im Ggstz von μελλητής Thuc. 1, 70; προθυμία ἀοκνοτάτη 1, 74; δύναμις, στρατηγός, Poll. 1, 155. 178. – Adv. ἀόκνως, εἰπεῖν Plat. Legg. I, 649 b.

Greek (Liddell-Scott)

ἄοκνος: -ον, ὁ ἄνευ δισταγμοῦ, ἀποφασιστικός, ἀκούραστος, ἐνεργός, φιλεργός, ἔνθα κ’ ἄοκνος ἀνὴρ μέγα οἶκον ὀφέλλῃ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 493· φύλαξ Σοφ. Αἴ. 563· ἄ. πρὸς μελλητὰς Θουκ. 1.70· πρός τι Πλουτ. Πελ. 3· ὧν ἅδ’ ἁ τλάμων ἄοκνον μεγάλαν προσορῶσα δόμοισι βλάβαν, ἐπικειμένην, σπεύδουσαν, Σοφ. Τρ. 841· ἀλλ’ ἴδε Jebb ἐν τόπῳ, ὅστις μετὰ τοῦ Μουσγρ. ἀναγινώσκει: ὧν ἅδ’ ἁ τλάμων ἄοκνος, μεγάλαν… βλάβαν, καὶ ἑρμηνεύει: μὴ ὑποπτεύουσα, μὴ φοβουμένη τοιαῦτα ἀποτελέσματα. ― Ἐπίρρ. -νως, ἄνευ ὄκνου, ἄνευ δισταγμοῦ, εἰπεῖν τε ἀόκνως ὁτιοῦν Πλάτ. Νόμ. 649B, Ἱππ. Ἄρθρ. 803.