κέδρον: Difference between revisions
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
(c2) |
(6_21) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1411.png Seite 1411]] τό, die Frucht der Ceder, Sp., nach Hoeris attisch, hellenistisch ἡ [[κέδρος]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1411.png Seite 1411]] τό, die Frucht der Ceder, Sp., nach Hoeris attisch, hellenistisch ἡ [[κέδρος]]. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κέδρον''': τό, = [[κεδρίς]], [[κῶνος]], [[καρπὸς]] κέδρου, «θηλυκῶς μὲν τὸ [[δένδρον]], οὐδετέρως δὲ ὁ [[καρπὸς]]» Θωμ. Μάγιστ., Ἐτυμολ. Μέγ., Ἡσύχ., καὶ ὁ Φώτ. 152, 7 «[[κέδρον]] οὐδετέρως λέγουσι τὸ [[θυμίαμα]]»· ὁ Ἀμμών. [[μόνος]] ἀναφέρει [[κέδρος]], ὁ, ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας· πρβλ. [[ὅμως]] Κωμ. Ἀνώνυμ. 5, [[ἔνθα]] ἀντὶ τοῦ τὰς κέδρους φαίνεται ὅτι [[δέον]] νὰ ἀναγνώσωμεν τούς. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:40, 5 August 2017
English (LSJ)
τό (Att. acc. to Hsch.),
A = κεδρίς, juniper-berry, EM498.42, Hsch.:—also κέδρος, ὁ, Com.Adesp.34 (ap.Ammon.Diff.p.80 V.). II representation of a cedar-cone, IPE12.327.
German (Pape)
[Seite 1411] τό, die Frucht der Ceder, Sp., nach Hoeris attisch, hellenistisch ἡ κέδρος.
Greek (Liddell-Scott)
κέδρον: τό, = κεδρίς, κῶνος, καρπὸς κέδρου, «θηλυκῶς μὲν τὸ δένδρον, οὐδετέρως δὲ ὁ καρπὸς» Θωμ. Μάγιστ., Ἐτυμολ. Μέγ., Ἡσύχ., καὶ ὁ Φώτ. 152, 7 «κέδρον οὐδετέρως λέγουσι τὸ θυμίαμα»· ὁ Ἀμμών. μόνος ἀναφέρει κέδρος, ὁ, ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας· πρβλ. ὅμως Κωμ. Ἀνώνυμ. 5, ἔνθα ἀντὶ τοῦ τὰς κέδρους φαίνεται ὅτι δέον νὰ ἀναγνώσωμεν τούς.