ἐξώστης: Difference between revisions
Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably
(13_1) |
(6_19) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0891.png Seite 891]] ὁ, der Herausstoßende, ἄνεμοι, die von dem rechten Wege abtreiben, Her. 2, 113 u. Sp.; [[Ἄρης]] Eur. Rhes. 322. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0891.png Seite 891]] ὁ, der Herausstoßende, ἄνεμοι, die von dem rechten Wege abtreiben, Her. 2, 113 u. Sp.; [[Ἄρης]] Eur. Rhes. 322. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐξώστης''': -ου, ὁ, ἐπὶ ἀνέμων, [[σφοδρός]], [[ὁρμητικός]], ὁ ἐξωθῶν τοῦ εὐθέος δρόμου ἐν θαλάσσῃ καὶ παραφέρων τοὺς πλέοντας, ὡς ἐγένοντο ἐν τῷ Αἰγαίῳ ἐξῶσται ἄνεμοι ἐκβάλλουσι ἐς τὸ Αἰγύπτιον [[πέλαγος]] Ἡρόδ. 2. 113, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 11· [[ζάλη]] δὲ καὶ [[ἄνεμος]] [[ἐξώστης]] ἐμπεσὼν ἐπήνεγκεν ἡμᾶς [[ὑπὲρ]] Κρήτην Αἰσχίν. Ἐπιστ. 659 ἐν τέλει. 2) μεταφ., ὁ ἐκδιώκων, ὁ καταστρέφων, ἡνίκ’ [[ἐξώστης]] Ἄρης ἔθραυε [[λαίφη]] τῆσδε γῆς [[μέγας]] πνέων Εὐρ. Ρῆσ. 322. 3) [[ἐξώστης]], «μπαλκόνι», ὡς καὶ νῦν, Ἁρμενόπ. 2. 32., ἐλέγετο καὶ [[ἡλιακός]], [[αὐτόθι]] 52. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:41, 5 August 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A one who drives out, Ἄρης E.Rh.322. 2 ἐ. ἄνεμοι violent winds which drive ships ashore (cf. ἐξωθέω 11), Hdt.2.113, Hp.VM9, Aeschin.Ep.1.3. 3 ὁ ἐ. (sc. σφυγμός), term coined by Archig. ap. Gal.8.662. 4 = ἐξώστρα 111, Cod.Just.8.10.12.5b (pl.), Gloss.
German (Pape)
[Seite 891] ὁ, der Herausstoßende, ἄνεμοι, die von dem rechten Wege abtreiben, Her. 2, 113 u. Sp.; Ἄρης Eur. Rhes. 322.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξώστης: -ου, ὁ, ἐπὶ ἀνέμων, σφοδρός, ὁρμητικός, ὁ ἐξωθῶν τοῦ εὐθέος δρόμου ἐν θαλάσσῃ καὶ παραφέρων τοὺς πλέοντας, ὡς ἐγένοντο ἐν τῷ Αἰγαίῳ ἐξῶσται ἄνεμοι ἐκβάλλουσι ἐς τὸ Αἰγύπτιον πέλαγος Ἡρόδ. 2. 113, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 11· ζάλη δὲ καὶ ἄνεμος ἐξώστης ἐμπεσὼν ἐπήνεγκεν ἡμᾶς ὑπὲρ Κρήτην Αἰσχίν. Ἐπιστ. 659 ἐν τέλει. 2) μεταφ., ὁ ἐκδιώκων, ὁ καταστρέφων, ἡνίκ’ ἐξώστης Ἄρης ἔθραυε λαίφη τῆσδε γῆς μέγας πνέων Εὐρ. Ρῆσ. 322. 3) ἐξώστης, «μπαλκόνι», ὡς καὶ νῦν, Ἁρμενόπ. 2. 32., ἐλέγετο καὶ ἡλιακός, αὐτόθι 52.