μάθημα: Difference between revisions
οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves
(13_6a) |
(6_21) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0080.png Seite 80]] τό, das Gelernte, die Wissenschaft; Soph, Phil. 906; Eur. Hec. 814; οὐκ ἀπείργομέν τινα ἢ μαθήματος ἢ θεάματος, Thuc. 2, 39; τοῦ καλοῦ, Plat. Conv. 211 c; τοῦ περὶ τοὺς λογισμοὺς μαθήματος, Rep. VII, 525 d, wie Lach. 182 b; τὰ μαθήματα παίδων Tim. 26 b, öfter; Xen. Hem. 1, 1, 7. Bei Sp. bes. Arithmetik u. Geometrie, die mathematischen Wissenschaften; daher οἱ ἀπὸ τῶν μαθημάτων, die Mathematiker, S. Emp. oft; auch die Astrologie ist gemeint, Pallad. 66 (VII, 687). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0080.png Seite 80]] τό, das Gelernte, die Wissenschaft; Soph, Phil. 906; Eur. Hec. 814; οὐκ ἀπείργομέν τινα ἢ μαθήματος ἢ θεάματος, Thuc. 2, 39; τοῦ καλοῦ, Plat. Conv. 211 c; τοῦ περὶ τοὺς λογισμοὺς μαθήματος, Rep. VII, 525 d, wie Lach. 182 b; τὰ μαθήματα παίδων Tim. 26 b, öfter; Xen. Hem. 1, 1, 7. Bei Sp. bes. Arithmetik u. Geometrie, die mathematischen Wissenschaften; daher οἱ ἀπὸ τῶν μαθημάτων, die Mathematiker, S. Emp. oft; auch die Astrologie ist gemeint, Pallad. 66 (VII, 687). | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''μάθημα''': τό, (μᾰθεῖν) ὡς καὶ νῦν, ἐκεῖνο [[ὅπερ]] μανθάνει τις, τὰ παθήματα μαθήματα (ἴδε [[πάθημα]]) Ἡρόδ. 1. 207· μ. μαθεῖν Σοφ. Φ. 918· μ. τινος ἢ [[περί]] τι Πλάτ. Συμπ. 211C, Πολ. 525D. 2) [[παιδεία]], [[γνῶσις]], [[ἐπιστήμη]], Λατ. disciplina, [[συχν]]. ἐν τῷ πληθ., Ἀριστοφ. Νεφ. 1231, Ὄρν. 380, Θουκ. 2. 39, Ἰσοκρ. 238C, [[συχνάκις]] παρὰ Πλάτ.· τὸ μ. τὸ περὶ τὰς τάξεις, ἡ [[ἐπιστήμη]] τῆς «τακτικῆς», ὁ αὐτ. ἐν Λάχ. 182Β, κτλ.· μαθημάτων φρόντιζε [[μᾶλλον]] χρημάτων· τὰ γὰρ μαθήματ’ εὐπορεῖ τὰ χρήματα Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 52. 2) ἰδίως αἱ μαθηματικαὶ ἐπιστῆμαι, ἀριθμητική, [[γεωμετρία]] καὶ [[ἀστρονομία]] κατὰ τὸν Πλάτ. Νόμ. 817Ε· ἀλλ’ ὁ Ἀριστ. ἐθεώρει τὰ νῦν καλούμενα καθαρὰ μαθηματικά, [[οἷον]] ἀριθμητικὴν καὶ γεωμετρίαν, ὡς διάφορα τῶν μικτῶν: τὰ φυσικώτερα τῶν μαθ., [[οἷον]] ὀπτικὴ καὶ ἁρμονικὴ καὶ [[ἀστρονομία]] Ἀριστ. Φυσ. 2. 2, 4· ἡ ἐν τοῖς μαθήμασιν ἁρμονικὴ ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 2. 2, 24, πρβλ. Ἀναλυτ. Ὕστερ. 1. 13, 8, καὶ ἴδε μαθηματικὸς II. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:42, 5 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό, (μαθεῖν)
A that which is learnt, lesson, τὰ παθήματα μαθήματα Hdt.1.207; μ. μαθεῖν S.Ph.918; μ. τινός or περί τι, Pl.Smp.211 c, R.525d; προσπορεύεται πρὸς τὰ λοιπὰ μ. PCair.Zen.60.7 (iii B. C.); ἀφεῖσθαι τοὺς παῖδας ἀπὸ τῶν μ. SIG577.77 (Milet., iii/ii B. C.), cf. 578.28 (Teos, ii B. C.), al. 2 learning, knowledge, Ar.Nu.1231, Av.380, Th.2.39, PSI1.94.9 (ii A. D.), etc.; οἱ καθιστάμενοι ἐπὶ τῶν μ. educational authorities, SIG578.66 (Teos, ii B. C.); τὸ μ. τὸ περὶ τὰς τάξεις the science of tactics, Pl.La.182b: freq. in pl., Isoc.12.27, etc.; μαθημάτων φρόντιζε μᾶλλον χρημάτων· τὰ γὰρ μαθήματ' εὐπορεῖ τὰ χρήματα Philem. 232. 3 esp. the mathematical sciences, Archyt.1,3 tit.; τρία μ., i. e. arithmetic, geometry, and astronomy, acc. to Pl.Lg.817e, cf. Phld. Ind.Sto.66; later τὰ τέσσαρα μ. (ἁρμονική being added) Theol.Ar.17; Arist. distd. pure from mixed μ., τὰ φυσικώτερα τῶν μ., οἷον ὀπτικὴ καὶ ἁρμονικὴ καὶ ἀστρονομία Ph. 194a8; ἡ ἐν τοῖς μ. ἁρμονική Metaph.997b21; τὰ μ. περὶ τὰ εἴδη ἐστίν APo.79a7; οἱ ἀπὸ τῶν μ. mathematicians, Cleom.1.8. 4 astrology, AP7.687 (Pall.). 5 creed, Cod.Just.1.1.7.11, al.
German (Pape)
[Seite 80] τό, das Gelernte, die Wissenschaft; Soph, Phil. 906; Eur. Hec. 814; οὐκ ἀπείργομέν τινα ἢ μαθήματος ἢ θεάματος, Thuc. 2, 39; τοῦ καλοῦ, Plat. Conv. 211 c; τοῦ περὶ τοὺς λογισμοὺς μαθήματος, Rep. VII, 525 d, wie Lach. 182 b; τὰ μαθήματα παίδων Tim. 26 b, öfter; Xen. Hem. 1, 1, 7. Bei Sp. bes. Arithmetik u. Geometrie, die mathematischen Wissenschaften; daher οἱ ἀπὸ τῶν μαθημάτων, die Mathematiker, S. Emp. oft; auch die Astrologie ist gemeint, Pallad. 66 (VII, 687).
Greek (Liddell-Scott)
μάθημα: τό, (μᾰθεῖν) ὡς καὶ νῦν, ἐκεῖνο ὅπερ μανθάνει τις, τὰ παθήματα μαθήματα (ἴδε πάθημα) Ἡρόδ. 1. 207· μ. μαθεῖν Σοφ. Φ. 918· μ. τινος ἢ περί τι Πλάτ. Συμπ. 211C, Πολ. 525D. 2) παιδεία, γνῶσις, ἐπιστήμη, Λατ. disciplina, συχν. ἐν τῷ πληθ., Ἀριστοφ. Νεφ. 1231, Ὄρν. 380, Θουκ. 2. 39, Ἰσοκρ. 238C, συχνάκις παρὰ Πλάτ.· τὸ μ. τὸ περὶ τὰς τάξεις, ἡ ἐπιστήμη τῆς «τακτικῆς», ὁ αὐτ. ἐν Λάχ. 182Β, κτλ.· μαθημάτων φρόντιζε μᾶλλον χρημάτων· τὰ γὰρ μαθήματ’ εὐπορεῖ τὰ χρήματα Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 52. 2) ἰδίως αἱ μαθηματικαὶ ἐπιστῆμαι, ἀριθμητική, γεωμετρία καὶ ἀστρονομία κατὰ τὸν Πλάτ. Νόμ. 817Ε· ἀλλ’ ὁ Ἀριστ. ἐθεώρει τὰ νῦν καλούμενα καθαρὰ μαθηματικά, οἷον ἀριθμητικὴν καὶ γεωμετρίαν, ὡς διάφορα τῶν μικτῶν: τὰ φυσικώτερα τῶν μαθ., οἷον ὀπτικὴ καὶ ἁρμονικὴ καὶ ἀστρονομία Ἀριστ. Φυσ. 2. 2, 4· ἡ ἐν τοῖς μαθήμασιν ἁρμονικὴ ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 2. 2, 24, πρβλ. Ἀναλυτ. Ὕστερ. 1. 13, 8, καὶ ἴδε μαθηματικὸς II.