καταζεύγνυμι: Difference between revisions

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
(13_6b)
(6_23)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1348.png Seite 1348]] (s. [[ζεύγνυμι]]), auch καταζευγνύω, – 1) anspannen, anschirren; [[ὅταν]] ἐν ἅρματι καταζευγνύῃ [[σθένος]] ἵππιον Pind. P. 2, 11; binden, zusammenschnüren, einsperren, ἐν τυμβήρει θαλάμῳ κατεζεύχθη, von der Danae, Soph. Ant. 938; ὑπ' ἀναγκαίης κατεζεύχθη μείζονος ἢ [[ὥστε]] ἀφίστασθαι Her. 8, 23. – Uebh. verbinden, ταῖς οὕτω καταζευγνυμέναις πόλεσι Plat. Legg. XI, 753 e; δύο πλοῖα κατεζευγμένα D. Sic. 20, 86. – 2) abspannen, ausruhen; von einem Heere = sich lagern, ein Lager beziehen; Pol. 18, 3, 5; πρὸς τὸν ποταμόν u. παρὰ τὸν ποταμόν, 3, 95, 3. 8, 15, 2; Plut. Sull. 2. Auch von Ansiedlern, sich niederlassen, ἐν τῇ πόλει Pol. 5, 80, 2.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1348.png Seite 1348]] (s. [[ζεύγνυμι]]), auch καταζευγνύω, – 1) anspannen, anschirren; [[ὅταν]] ἐν ἅρματι καταζευγνύῃ [[σθένος]] ἵππιον Pind. P. 2, 11; binden, zusammenschnüren, einsperren, ἐν τυμβήρει θαλάμῳ κατεζεύχθη, von der Danae, Soph. Ant. 938; ὑπ' ἀναγκαίης κατεζεύχθη μείζονος ἢ [[ὥστε]] ἀφίστασθαι Her. 8, 23. – Uebh. verbinden, ταῖς οὕτω καταζευγνυμέναις πόλεσι Plat. Legg. XI, 753 e; δύο πλοῖα κατεζευγμένα D. Sic. 20, 86. – 2) abspannen, ausruhen; von einem Heere = sich lagern, ein Lager beziehen; Pol. 18, 3, 5; πρὸς τὸν ποταμόν u. παρὰ τὸν ποταμόν, 3, 95, 3. 8, 15, 2; Plut. Sull. 2. Auch von Ansiedlern, sich niederlassen, ἐν τῇ πόλει Pol. 5, 80, 2.
}}
{{ls
|lstext='''καταζεύγνῡμι''': καὶ -ύω: μέλλ. -ζεύξω:― ζευγνύω [[ὁμοῦ]], ἐν ἅρματι κ. [[σθένος]] ἵππειον Πινδ. Π. 2. 21.― Παθ., δύο πλοῖα κατεζευγμένα Διόδ. 20. 85· μεταφ., εἶμαι ἡνωμένος, ταῖς πρῶτον οὕτω καταζευγνυμέναις πόλεσιν Πλάτ. Νόμ. 753Ε· ἐπὶ γάμου, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 4. 1. 2) ἐν τῷ Παθ. [[ὡσαύτως]], περιορίζομαι, δεσμεύομαι, ὑπ’ ἀνάγκης Ἡρόδ. 8. 22· ἐν τυμβήρει θαλάμῳ κατεζεύχθη Σοφ. Ἀντ. 946· δουλείᾳ Κλήμ. Ἀλ. 4. ΙΙ. ἀμετάβ., [[καταλύω]], [[στρατοπεδεύω]], ἀντίθετον τῷ [[ἀναζεύγνυμι]], Πολύβ. 3. 95, 3, κτλ.
}}
}}

Revision as of 11:44, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταζεύγνῡμι Medium diacritics: καταζεύγνυμι Low diacritics: καταζεύγνυμι Capitals: ΚΑΤΑΖΕΥΓΝΥΜΙ
Transliteration A: katazeúgnymi Transliteration B: katazeugnymi Transliteration C: katazeygnymi Beta Code: katazeu/gnumi

English (LSJ)

and καταζευγ-νύω,

   A yoke together, ἐν ἅρματα κ. σθένος ἵππιον Pi.P.2.11:—Pass., δύο πλοῖα κατεζευγμένα (v.l. Χελώνας -μένας) D.S.20.85: metaph., to be united, ταῖς πρῶτον οὕτω καταζευγνυμέναις πόλεσιν Pl.Lg.753e; of marriage, Ael.VH4.1.    2 in Pass., to be straitened, confined, ὑπ' ἀναγκαίης κατέζευχθε Hdt.8.22; ἐν τυμβήρει θαλάμῳ κατεζεύχθη S.Ant.947.    3 Pass., of a right angle, to be made acute, κἂν μικρῷ τινι μᾶλλον κατεζευγμένη ᾖ ἡ εὐθεῖα γωνία Asp.in EN19.32.    II intr., fix one's quarters, halt, encamp, ταῖς δυνάμεσι Plb.3.95.3, cf. Plu.Sull.25, etc.

German (Pape)

[Seite 1348] (s. ζεύγνυμι), auch καταζευγνύω, – 1) anspannen, anschirren; ὅταν ἐν ἅρματι καταζευγνύῃ σθένος ἵππιον Pind. P. 2, 11; binden, zusammenschnüren, einsperren, ἐν τυμβήρει θαλάμῳ κατεζεύχθη, von der Danae, Soph. Ant. 938; ὑπ' ἀναγκαίης κατεζεύχθη μείζονος ἢ ὥστε ἀφίστασθαι Her. 8, 23. – Uebh. verbinden, ταῖς οὕτω καταζευγνυμέναις πόλεσι Plat. Legg. XI, 753 e; δύο πλοῖα κατεζευγμένα D. Sic. 20, 86. – 2) abspannen, ausruhen; von einem Heere = sich lagern, ein Lager beziehen; Pol. 18, 3, 5; πρὸς τὸν ποταμόν u. παρὰ τὸν ποταμόν, 3, 95, 3. 8, 15, 2; Plut. Sull. 2. Auch von Ansiedlern, sich niederlassen, ἐν τῇ πόλει Pol. 5, 80, 2.

Greek (Liddell-Scott)

καταζεύγνῡμι: καὶ -ύω: μέλλ. -ζεύξω:― ζευγνύω ὁμοῦ, ἐν ἅρματι κ. σθένος ἵππειον Πινδ. Π. 2. 21.― Παθ., δύο πλοῖα κατεζευγμένα Διόδ. 20. 85· μεταφ., εἶμαι ἡνωμένος, ταῖς πρῶτον οὕτω καταζευγνυμέναις πόλεσιν Πλάτ. Νόμ. 753Ε· ἐπὶ γάμου, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 4. 1. 2) ἐν τῷ Παθ. ὡσαύτως, περιορίζομαι, δεσμεύομαι, ὑπ’ ἀνάγκης Ἡρόδ. 8. 22· ἐν τυμβήρει θαλάμῳ κατεζεύχθη Σοφ. Ἀντ. 946· δουλείᾳ Κλήμ. Ἀλ. 4. ΙΙ. ἀμετάβ., καταλύω, στρατοπεδεύω, ἀντίθετον τῷ ἀναζεύγνυμι, Πολύβ. 3. 95, 3, κτλ.