συμμετρέω: Difference between revisions
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
(6_14) |
(15test) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συμμετρέω''': μετρῶ ἀπὸ κοινοῦ, ἢ [[ὁμοῦ]] μετά τινος, Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 11., 5775. 10. ΙΙ. μετρῶ ἐν συγκρίσει ἢ παραβολῇ [[πρός]] τι. ― Παθητ., μετροῦμαι ἐν συγκρίσει καὶ παραβολῇ, Ἀριστ. Μηχαν. 20· ἧμαρ συμμετρούμενον χρόνῳ, ἡ [[ἡμέρα]] αὕτη ὑπολογιζομένη πρὸς τὸν χρόνον τῆς ἀπουσίας [[αὐτοῦ]], Σοφ. Ο. Τ. 73· ἔφθιτο... μακρῷ συμμετρούμενος χρόνῳ, ἀπέθανε μετρούμενος πρὸς μακρὸν χρόνον (δηλ. ἀφ’ οὗ ἔζησεν ἐπὶ μακρὸν χρόνον), [[αὐτόθι]] 963· ἀπολ., οἷς ἐνευδαιμονῆσαί τε ὁ [[βίος]] καὶ ἐντελευτῆσαι ξυνεμετρήθη, ὧν ὁ [[βίος]] ὑπῆρξε [[σύμμετρος]] [[πρός]]..., Θουκ. 2. 44· πρὸς εὐωρίαν δὲ αἱ τοιαῦται τροφαὶ συμμετροῦνται, ὑπολογίζονται, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 18, 3· σ. πρὸς ἀνδρὸς [[πνεῦμα]] Διον. Ἁλ. π. Δημ. 43· οὕτω, σ. τινι Λουκ. Ὄνειρ. ἢ Ἀλεκτρ. 27· εἴς τι Φιλόστρ. 804. ΙΙΙ. Μέσ., μετρῶ πρὸς ἐμαυτόν, συμμετρήσασθαι τὴν ὥραν τῆς ἡμέρης, [[εἰκάζω]], [[συμπεραίνω]], ὑπολογίζω τὴν ἀκριβῆ ὥραν τῆς ἡμέρας, Ἡρόδ. 4. 158· ξυνεμετρήσαντο [τὸ [[τεῖχος]]] ταῖς ἐπιβολαῖς τῶν πλίνθων, ὑπελόγισαν τὸ [[ὕψος]] μετρήσαντες τὰς σειρὰς τῶν πλίνθων, Θουκ. 3. 20· σ. πρὸς ἄλληλα Πλάτ. Τίμ. 39C· σ. τὴν δαπάνην, τὰς ἐφόδους Διον. Ἁλ. 4. 19., 7. 10· τὰ διανύσματα Πολύβ. 9. 15, 3. IV. [[περιορίζω]], [[μετριάζω]], φιλοχρηματίαν συμμετρῆσαι [[Πολυδ]]. Δ΄, 39. ― Παθητ., συμμεμετρημένον, περιωρισμένον κατὰ τὸ [[μέγεθος]], σύμμετρον, ὁ αὐτ. Γ΄, 88, πρβλ. Θ΄, 24. | |lstext='''συμμετρέω''': μετρῶ ἀπὸ κοινοῦ, ἢ [[ὁμοῦ]] μετά τινος, Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 11., 5775. 10. ΙΙ. μετρῶ ἐν συγκρίσει ἢ παραβολῇ [[πρός]] τι. ― Παθητ., μετροῦμαι ἐν συγκρίσει καὶ παραβολῇ, Ἀριστ. Μηχαν. 20· ἧμαρ συμμετρούμενον χρόνῳ, ἡ [[ἡμέρα]] αὕτη ὑπολογιζομένη πρὸς τὸν χρόνον τῆς ἀπουσίας [[αὐτοῦ]], Σοφ. Ο. Τ. 73· ἔφθιτο... μακρῷ συμμετρούμενος χρόνῳ, ἀπέθανε μετρούμενος πρὸς μακρὸν χρόνον (δηλ. ἀφ’ οὗ ἔζησεν ἐπὶ μακρὸν χρόνον), [[αὐτόθι]] 963· ἀπολ., οἷς ἐνευδαιμονῆσαί τε ὁ [[βίος]] καὶ ἐντελευτῆσαι ξυνεμετρήθη, ὧν ὁ [[βίος]] ὑπῆρξε [[σύμμετρος]] [[πρός]]..., Θουκ. 2. 44· πρὸς εὐωρίαν δὲ αἱ τοιαῦται τροφαὶ συμμετροῦνται, ὑπολογίζονται, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 18, 3· σ. πρὸς ἀνδρὸς [[πνεῦμα]] Διον. Ἁλ. π. Δημ. 43· οὕτω, σ. τινι Λουκ. Ὄνειρ. ἢ Ἀλεκτρ. 27· εἴς τι Φιλόστρ. 804. ΙΙΙ. Μέσ., μετρῶ πρὸς ἐμαυτόν, συμμετρήσασθαι τὴν ὥραν τῆς ἡμέρης, [[εἰκάζω]], [[συμπεραίνω]], ὑπολογίζω τὴν ἀκριβῆ ὥραν τῆς ἡμέρας, Ἡρόδ. 4. 158· ξυνεμετρήσαντο [τὸ [[τεῖχος]]] ταῖς ἐπιβολαῖς τῶν πλίνθων, ὑπελόγισαν τὸ [[ὕψος]] μετρήσαντες τὰς σειρὰς τῶν πλίνθων, Θουκ. 3. 20· σ. πρὸς ἄλληλα Πλάτ. Τίμ. 39C· σ. τὴν δαπάνην, τὰς ἐφόδους Διον. Ἁλ. 4. 19., 7. 10· τὰ διανύσματα Πολύβ. 9. 15, 3. IV. [[περιορίζω]], [[μετριάζω]], φιλοχρηματίαν συμμετρῆσαι [[Πολυδ]]. Δ΄, 39. ― Παθητ., συμμεμετρημένον, περιωρισμένον κατὰ τὸ [[μέγεθος]], σύμμετρον, ὁ αὐτ. Γ΄, 88, πρβλ. Θ΄, 24. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> mesurer par comparaison avec ; <i>Pass.</i> être mesuré <i>ou</i> calculé par comparaison;<br /><b>2</b> mesurer selon de justes proportions <i>Pass.</i><br /><i><b>Moy.</b></i> συμμετρέομαι-οῦμαι mesurer pour soi par comparaison, mesurer d’après : [[τί]] τινι, [[πρός]] [[τι]] mesurer une chose d’après une autre.<br />'''Étymologie:''' [[σύμμετρος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:06, 9 August 2017
English (LSJ)
A measure jointly or in company, Tab.Heracl.1.11, 2.10. 2 include in the reckoning, κόλπος, λίμνη, Agathem.5.24, 3.10 (both Pass.). II measure or calculate by comparison, τὸ αἱρετώτερον Phld.Rh.2.11 S.:—Pass., to be so measured, Arist.Mech.853b39; ἦμαρ ξυμμετρούμενον χρόνῳ this day measured by comparison with or calculated by the time of his absence, S.OT73; [ἔφθιτο] . . μακρῷ συμμετρούμενος χρόνῳ he died in right measure with (i.e. having reached to) length of days, ib.963: abs., οἷς ἐνευδαιμονῆσαί τε ὁ βίος καὶ ἐντελευτῆσαι ξυνεμετρήθη who had their life measured out . ., Th. 2.44; πρὸς εὐωδίαν σ. αἱ τροφαί are calculated to produce, Thphr.CP 6.18.3; σ. πρὸς ἀνδρὸς πνεῦμα is calculated to suit it, D.H.Dem.43; σ. τινί Luc.Gall.27; εἴς τι Philostr.Im.1.28. III Med., measure for oneself, συμμετρήσασθαι τὴν ὥρην τῆς ἡμέρης compute the exact time of day, Hdt.4.158; ξυνεμετρήσαντο [τὸ τεῖχος] ταῖς ἐπιβολαῖς τῶν πλίνθων calculated its height by counting the courses of bricks, Th.3.20; σ. πρὸς ἄλληλα Pl.Ti.39c; σ. τὴν δαπάνην, τὰς ἐφόδους, D.H.4.19, 7.10; τὰ διανύσματα Plb.9.15.3; check measured quantities, PAmh.2.59.10 (ii B.C.). IV limit, φιλοχρηματίαν Poll.4.39:—Med., σ. τὸν δρόμον ἐς τὸ ἀνεκτόν τινι Philostr.Im.2.2:—Pass., συμμεμετρημένον of limited size, Poll.3.88, cf. 9.24; τῇ τῶν λεπτῶν ἐδωδῇ -ηθείς limited to . ., Iamb.VP3.13.
German (Pape)
[Seite 982] wonach abmessen, Etwas womit in ein gutes Verhältniß od. Ebenmaaß bringen, passend od. geschickt wozu machen, τί τινι, Sp. – Gew. im med., ὥραν συμμετρήσασθαι, sich die Tageszeit berechnen, Her. 4, 158, wie ξυνεμετρήσαντο (sc. τὸ τεῖχος) ταῖς ἐπιβολαῖς τῶν πλίνθων, Thuc. 3, 20; οὔτε πρὸς ἄλληλα συμμετροῦνται, Plat. Tim. 39 c; Sp., wie Pol., συμμετρεῖσθαι πρὸς λόγον τὰ διανύσματα, 9, 15, 3; τὸν δρόμον, Philostr.; ἡ φύσις συνεμετρήσατο τὰς αἰσθήσεις πρὸς τὰ αἰσθητά, S. Emp. pyrrh. 1, 98; pass., Soph. O. R. 73, καί μ' ἦμαρ ἤδη ξυμμετρούμενον χρόνῳ λυπεῖ, τί πράσσει, d. i. wenn ich den Tag berechne; 963 καὶ τῷ μακρῷ γε συμμετρούμενος χρόνῳ ἔφθιτο, er starb der langen Lebensdauer entsprechend, vor Alter, als Greis; οἷς ἐνευδαιμονῆσαί τε ὁ βίος ὁμοίως καὶ ἐντελευτῆσαι ξυνεμετρήθη, Thuc. 2, 44.
Greek (Liddell-Scott)
συμμετρέω: μετρῶ ἀπὸ κοινοῦ, ἢ ὁμοῦ μετά τινος, Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 11., 5775. 10. ΙΙ. μετρῶ ἐν συγκρίσει ἢ παραβολῇ πρός τι. ― Παθητ., μετροῦμαι ἐν συγκρίσει καὶ παραβολῇ, Ἀριστ. Μηχαν. 20· ἧμαρ συμμετρούμενον χρόνῳ, ἡ ἡμέρα αὕτη ὑπολογιζομένη πρὸς τὸν χρόνον τῆς ἀπουσίας αὐτοῦ, Σοφ. Ο. Τ. 73· ἔφθιτο... μακρῷ συμμετρούμενος χρόνῳ, ἀπέθανε μετρούμενος πρὸς μακρὸν χρόνον (δηλ. ἀφ’ οὗ ἔζησεν ἐπὶ μακρὸν χρόνον), αὐτόθι 963· ἀπολ., οἷς ἐνευδαιμονῆσαί τε ὁ βίος καὶ ἐντελευτῆσαι ξυνεμετρήθη, ὧν ὁ βίος ὑπῆρξε σύμμετρος πρός..., Θουκ. 2. 44· πρὸς εὐωρίαν δὲ αἱ τοιαῦται τροφαὶ συμμετροῦνται, ὑπολογίζονται, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 18, 3· σ. πρὸς ἀνδρὸς πνεῦμα Διον. Ἁλ. π. Δημ. 43· οὕτω, σ. τινι Λουκ. Ὄνειρ. ἢ Ἀλεκτρ. 27· εἴς τι Φιλόστρ. 804. ΙΙΙ. Μέσ., μετρῶ πρὸς ἐμαυτόν, συμμετρήσασθαι τὴν ὥραν τῆς ἡμέρης, εἰκάζω, συμπεραίνω, ὑπολογίζω τὴν ἀκριβῆ ὥραν τῆς ἡμέρας, Ἡρόδ. 4. 158· ξυνεμετρήσαντο [τὸ τεῖχος] ταῖς ἐπιβολαῖς τῶν πλίνθων, ὑπελόγισαν τὸ ὕψος μετρήσαντες τὰς σειρὰς τῶν πλίνθων, Θουκ. 3. 20· σ. πρὸς ἄλληλα Πλάτ. Τίμ. 39C· σ. τὴν δαπάνην, τὰς ἐφόδους Διον. Ἁλ. 4. 19., 7. 10· τὰ διανύσματα Πολύβ. 9. 15, 3. IV. περιορίζω, μετριάζω, φιλοχρηματίαν συμμετρῆσαι Πολυδ. Δ΄, 39. ― Παθητ., συμμεμετρημένον, περιωρισμένον κατὰ τὸ μέγεθος, σύμμετρον, ὁ αὐτ. Γ΄, 88, πρβλ. Θ΄, 24.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 mesurer par comparaison avec ; Pass. être mesuré ou calculé par comparaison;
2 mesurer selon de justes proportions Pass.
Moy. συμμετρέομαι-οῦμαι mesurer pour soi par comparaison, mesurer d’après : τί τινι, πρός τι mesurer une chose d’après une autre.
Étymologie: σύμμετρος.