ἀποβιάζομαι: Difference between revisions

From LSJ

αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death

Source
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποβιάζομαι''': ἀποθ., [[ἐκβιάζω]], ὠθῶ [[ὀπίσω]], [[ἐξαναγκάζω]] [[ὀπίσω]], τὸ ὑγρὸν Ἀριστ. περὶ Ζῴων Πορείας 17, 6· τὸ κωλῦον ὁ αὐτ. Πρβλ. 11. 35, πρβλ. π. Ζ. Γεν. 2. 4, 5, Μετεωρ. 2. 8, 38: ― Παθ., ἐξαναγκάζομαι εἰς ὀπισθοδρόμησιν ἢ ὑποχώρησιν, Ξεν. Κύρ. 2. 4, 26, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6, 15· καὶ τῷ ἐναπολαμβάνεσθαι ἐν στενωτέροις τόποις καί ἀποβιάζεσθαι εἰς ἑλάττω τόπον, συμπιέζεσθαι εἰς μικρότερον χῶρον, [[αὐτόθι]] 2. 8, 11. 2) [[ἀναγκάζω]] τινὰ διὰ τῆς βίας νά μοι δώσῃ τι, [[βιάζω]], τοὺς δὲ ἀποβιαζόμενος Πολύβ. 16. 24, 5 κ. ἀλλ. ΙΙ. ἀπολ., μεταχειρίζομαι βίαν, Ξεν. Κύρ. 3. 1, 19, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6, 18 κ. ἀλλ.: [[ἐξαναγκάζω]], [[διέρχομαι]] διὰ τῆς βίας, ἀποβιαζομένου τοῦ [[ἄνωθεν]] ἑπιόντος ὕδατος [[αὐτόθι]] 1. 13, 26. ― Τύπος τις -βιάομαι ἀπαντᾷ παρ’ Ἱππ. 458. 9· καὶ ἐνεργητ. -[[βιάζω]] ἐν Σχολίοις Θεοκρ. 6. 16, καὶ Ἐφρ. Σύρῳ τ. 1. σ. 94C.
|lstext='''ἀποβιάζομαι''': ἀποθ., [[ἐκβιάζω]], ὠθῶ [[ὀπίσω]], [[ἐξαναγκάζω]] [[ὀπίσω]], τὸ ὑγρὸν Ἀριστ. περὶ Ζῴων Πορείας 17, 6· τὸ κωλῦον ὁ αὐτ. Πρβλ. 11. 35, πρβλ. π. Ζ. Γεν. 2. 4, 5, Μετεωρ. 2. 8, 38: ― Παθ., ἐξαναγκάζομαι εἰς ὀπισθοδρόμησιν ἢ ὑποχώρησιν, Ξεν. Κύρ. 2. 4, 26, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6, 15· καὶ τῷ ἐναπολαμβάνεσθαι ἐν στενωτέροις τόποις καί ἀποβιάζεσθαι εἰς ἑλάττω τόπον, συμπιέζεσθαι εἰς μικρότερον χῶρον, [[αὐτόθι]] 2. 8, 11. 2) [[ἀναγκάζω]] τινὰ διὰ τῆς βίας νά μοι δώσῃ τι, [[βιάζω]], τοὺς δὲ ἀποβιαζόμενος Πολύβ. 16. 24, 5 κ. ἀλλ. ΙΙ. ἀπολ., μεταχειρίζομαι βίαν, Ξεν. Κύρ. 3. 1, 19, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6, 18 κ. ἀλλ.: [[ἐξαναγκάζω]], [[διέρχομαι]] διὰ τῆς βίας, ἀποβιαζομένου τοῦ [[ἄνωθεν]] ἑπιόντος ὕδατος [[αὐτόθι]] 1. 13, 26. ― Τύπος τις -βιάομαι ἀπαντᾷ παρ’ Ἱππ. 458. 9· καὶ ἐνεργητ. -[[βιάζω]] ἐν Σχολίοις Θεοκρ. 6. 16, καὶ Ἐφρ. Σύρῳ τ. 1. σ. 94C.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> refouler;<br /><b>2</b> violenter.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[βιάζω]].
}}
}}

Revision as of 18:42, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποβῐάζομαι Medium diacritics: ἀποβιάζομαι Low diacritics: αποβιάζομαι Capitals: ΑΠΟΒΙΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: apobiázomai Transliteration B: apobiazomai Transliteration C: apoviazomai Beta Code: a)pobia/zomai

English (LSJ)

   A force away, force back, τὸ ὑγρόν Arist.IA714a19; τὸ κωλῦον Id.Pr.903b5, cf. GA737b29, Mete.368b10, PPetr.3p.39 (iii B.C.):—Pass., to be forced away or back, X.Cyr.4.2.24, Arist.Mete. 364a29; ἀ. εἰς ἐλάττω τόπον to be forced into... ib.366b11.    2 treat with violence, τινά Plb.16.24.5: abs., 33.9.5, cf. SIG629.20 (Delph., ii B. C.), Wilcken Chr.11A 30 (ii B. C.): metaph., κατὰ τὰς λέξεων ὁμιλίας Phld. Oec.p.59J.    II abs., use force, X.Cyr.3.1.19, Arist. Mete.364b8, al.: force its way, ib.351a6:—Act. ἀπο-βιάζω, Sch.Theoc. 6.18.

German (Pape)

[Seite 297] mit Gewalt fortdrängen, Pol. 16, 24; gewaltthätig verfahren, Xen. Cyr. 1, 3, 19; Plut. oft. – Pass. ἀποβιασθῆναι Xen. Cyr. 4, 2, 24.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποβιάζομαι: ἀποθ., ἐκβιάζω, ὠθῶ ὀπίσω, ἐξαναγκάζω ὀπίσω, τὸ ὑγρὸν Ἀριστ. περὶ Ζῴων Πορείας 17, 6· τὸ κωλῦον ὁ αὐτ. Πρβλ. 11. 35, πρβλ. π. Ζ. Γεν. 2. 4, 5, Μετεωρ. 2. 8, 38: ― Παθ., ἐξαναγκάζομαι εἰς ὀπισθοδρόμησιν ἢ ὑποχώρησιν, Ξεν. Κύρ. 2. 4, 26, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6, 15· καὶ τῷ ἐναπολαμβάνεσθαι ἐν στενωτέροις τόποις καί ἀποβιάζεσθαι εἰς ἑλάττω τόπον, συμπιέζεσθαι εἰς μικρότερον χῶρον, αὐτόθι 2. 8, 11. 2) ἀναγκάζω τινὰ διὰ τῆς βίας νά μοι δώσῃ τι, βιάζω, τοὺς δὲ ἀποβιαζόμενος Πολύβ. 16. 24, 5 κ. ἀλλ. ΙΙ. ἀπολ., μεταχειρίζομαι βίαν, Ξεν. Κύρ. 3. 1, 19, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6, 18 κ. ἀλλ.: ἐξαναγκάζω, διέρχομαι διὰ τῆς βίας, ἀποβιαζομένου τοῦ ἄνωθεν ἑπιόντος ὕδατος αὐτόθι 1. 13, 26. ― Τύπος τις -βιάομαι ἀπαντᾷ παρ’ Ἱππ. 458. 9· καὶ ἐνεργητ. -βιάζω ἐν Σχολίοις Θεοκρ. 6. 16, καὶ Ἐφρ. Σύρῳ τ. 1. σ. 94C.

French (Bailly abrégé)

1 refouler;
2 violenter.
Étymologie: ἀπό, βιάζω.