ἐπιλλίζω: Difference between revisions
(6_1) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιλλίζω''': [[διανεύω]], [[κάμνω]] νεύματα διὰ τοῦ ὀφθαλμοῦ, «[[κάμνω]] ’μάτι», οὐκ ἀΐεις, ὅτι δή μοι ἐπιλλίζουσιν ἅπαντες, «τοῖς ὄμμασι διανεύουσι» (Σχόλ.), Ὀδ. Σ. 11· [[διανεύω]] [[μετὰ]] πονηρίας, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 387· ἐπιλλίζουσιν [[ὀπίσσω]] κερτομίας, «καταμωκεύουσι, [[κυρίως]] δὲ τὸ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐπικλίνειν καταμωκώμενον» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 791. 2) σκαρδαμύττω, [[ἐπιμύω]], [[κλείω]] ἐν μέρει τοὺς ὀφθαλμοὺς ὡς νυστάζων, Νικ. Θηρ. 161. 3) [[συστέλλω]] τοὺς ὀφθαλμοὺς [[ὅπως]] ἴδω [[μετὰ]] προσοχῆς τι, Ἀριστοκλ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Πρ. 14, σ. 762. Πρβλ. [[ἰλλός]], ἐπιλώπτω, κτλ. | |lstext='''ἐπιλλίζω''': [[διανεύω]], [[κάμνω]] νεύματα διὰ τοῦ ὀφθαλμοῦ, «[[κάμνω]] ’μάτι», οὐκ ἀΐεις, ὅτι δή μοι ἐπιλλίζουσιν ἅπαντες, «τοῖς ὄμμασι διανεύουσι» (Σχόλ.), Ὀδ. Σ. 11· [[διανεύω]] [[μετὰ]] πονηρίας, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 387· ἐπιλλίζουσιν [[ὀπίσσω]] κερτομίας, «καταμωκεύουσι, [[κυρίως]] δὲ τὸ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐπικλίνειν καταμωκώμενον» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 791. 2) σκαρδαμύττω, [[ἐπιμύω]], [[κλείω]] ἐν μέρει τοὺς ὀφθαλμοὺς ὡς νυστάζων, Νικ. Θηρ. 161. 3) [[συστέλλω]] τοὺς ὀφθαλμοὺς [[ὅπως]] ἴδω [[μετὰ]] προσοχῆς τι, Ἀριστοκλ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Πρ. 14, σ. 762. Πρβλ. [[ἰλλός]], ἐπιλώπτω, κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=faire signe des yeux à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἰλλός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:20, 9 August 2017
English (LSJ)
(ἰλλός)
A make signs to one by winking, οὐκ ἀΐεις ὅτι δή μοι ἐπιλλίζουσιν ἅπαντες Od.18.11; wink roguishly, h.Merc.387; look askance, A.R.1.486: c. dat., mock at, Id.4.389: c.acc.et dat., τινὶ κερτομίας Id.3.791. 2. blink, when drowsy, Nic.Th.163.
German (Pape)
[Seite 958] mit dem Auge zuwinken, zublinzen, οὐκ ἀΐεις ὅτι δή μοι ἐπιλλίζουσιν ἅπαντες Od. 18, 11, Schol. διανεύουσι τοῖς ὀφθαλμοῖς (ἴλλοι = ὀφθαλμοί); vgl. H. h. Merc. 387, wo es Ausdruck der List u. Schalkheit ist; spöttisch anblinzeln, καί μιν ἐπιλλίζων ἠμείβετο κερτομίοισιν Ap. Rh. 4, 486; fut. ἐπιλλίξω 3, 791; – ὑπναλέοις ἐπιλλίζουσα ὄσσοις Nic. Th. 161, Schol. συνεχῶς τοῖς ὄμμασιν ἐπινεύουσα. – Auch med., die Augen zusammendrücken, um Etwas zu sehen, Aristocles bei Euseb. praep. ev. 14 p. 762. S. auch die folgdn Wörter.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιλλίζω: διανεύω, κάμνω νεύματα διὰ τοῦ ὀφθαλμοῦ, «κάμνω ’μάτι», οὐκ ἀΐεις, ὅτι δή μοι ἐπιλλίζουσιν ἅπαντες, «τοῖς ὄμμασι διανεύουσι» (Σχόλ.), Ὀδ. Σ. 11· διανεύω μετὰ πονηρίας, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 387· ἐπιλλίζουσιν ὀπίσσω κερτομίας, «καταμωκεύουσι, κυρίως δὲ τὸ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐπικλίνειν καταμωκώμενον» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 791. 2) σκαρδαμύττω, ἐπιμύω, κλείω ἐν μέρει τοὺς ὀφθαλμοὺς ὡς νυστάζων, Νικ. Θηρ. 161. 3) συστέλλω τοὺς ὀφθαλμοὺς ὅπως ἴδω μετὰ προσοχῆς τι, Ἀριστοκλ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Πρ. 14, σ. 762. Πρβλ. ἰλλός, ἐπιλώπτω, κτλ.