ἐπορθιάζω: Difference between revisions
Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund
(6_2) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπορθιάζω''': [[κάμνω]] τι νὰ σταθῇ ὄρθιον, ἐπορθ. τὰ ὦτα, ὀρθώνω, «τεντώνω ταὐτιά», Φίλων 2. 4· ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τῆς φωνῆς, ὑψῶ τὴν φωνήν μου, ὀλολυγμὸν εὐφημοῦντα [[τῇδε]] λαμπάδι ἐπορθιάζειν Αἰσχύλ. Ἀγ. 29· ποίαν Ἐρινὺν τήνδε δώμασιν κέλει ἐπορθιάζειν [[αὐτόθι]] 1120· ἀπολ., [[ἐπορθιάζω]] γόοις, [[ἐγείρω]] τὴν φωνήν μου ἐν θρήνοις, ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 1050. | |lstext='''ἐπορθιάζω''': [[κάμνω]] τι νὰ σταθῇ ὄρθιον, ἐπορθ. τὰ ὦτα, ὀρθώνω, «τεντώνω ταὐτιά», Φίλων 2. 4· ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τῆς φωνῆς, ὑψῶ τὴν φωνήν μου, ὀλολυγμὸν εὐφημοῦντα [[τῇδε]] λαμπάδι ἐπορθιάζειν Αἰσχύλ. Ἀγ. 29· ποίαν Ἐρινὺν τήνδε δώμασιν κέλει ἐπορθιάζειν [[αὐτόθι]] 1120· ἀπολ., [[ἐπορθιάζω]] γόοις, [[ἐγείρω]] τὴν φωνήν μου ἐν θρήνοις, ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 1050. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=élever <i>en parl. de la voix</i> : ὀλολυγμόν ESCHL pousser des cris de joie ; <i>abs.</i> ἐπ. γόοις ESCHL élever la voix en poussant des gémissements ; appeler à grands cris, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ὀρθιάζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:20, 9 August 2017
English (LSJ)
A set upright, ἐ. τὰ ὦτα prick the ears, v.l. in Ph.2.4 : but mostly of the voice, lift up at or over, ὀλολυγμὸν τῇδε λαμπάδι A.Ag. 29 ; Ἐρινὺν τήνδε δώμασιν ib.1120 : abs., ἐ. γόοις lift up the voice in wailing, Id.Pers.1050(lyr.).
German (Pape)
[Seite 1009] die Stimme erheben, sc. φωνήν, entgegen ertönen lassen, zujubeln, ὀλολυγμὸν τῇδε λαμπάδι Aesch. Ag. 29. 1091, γόοις, mit Wehklagen aufschreien, Pers. 1007; – im eigtl. Sinne, emporrichten, τὰ ὦτα, die Ohren spitzen, Philo, l. d.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπορθιάζω: κάμνω τι νὰ σταθῇ ὄρθιον, ἐπορθ. τὰ ὦτα, ὀρθώνω, «τεντώνω ταὐτιά», Φίλων 2. 4· ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τῆς φωνῆς, ὑψῶ τὴν φωνήν μου, ὀλολυγμὸν εὐφημοῦντα τῇδε λαμπάδι ἐπορθιάζειν Αἰσχύλ. Ἀγ. 29· ποίαν Ἐρινὺν τήνδε δώμασιν κέλει ἐπορθιάζειν αὐτόθι 1120· ἀπολ., ἐπορθιάζω γόοις, ἐγείρω τὴν φωνήν μου ἐν θρήνοις, ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 1050.
French (Bailly abrégé)
élever en parl. de la voix : ὀλολυγμόν ESCHL pousser des cris de joie ; abs. ἐπ. γόοις ESCHL élever la voix en poussant des gémissements ; appeler à grands cris, acc..
Étymologie: ἐπί, ὀρθιάζω.