ἐκφορέω: Difference between revisions
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
(6_1) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκφορέω''': [[ἐκφέρω]], [[φέρω]] ἔξω, ὡς π. χ. [[πτῶμα]] πρὸς ταφήν, ταὶ δ’ ἐκφόρεον καὶ ἀνάγκῃ Ὀδ. Χ. 451˙ ἐκ δὲ [[νέκυς]] οἴκων φόρεον καὶ θάπτον ἕκαστοι Ω. 417. 2) [[καθόλου]], [[φέρω]] ἔξω, Ἡρόδ. 1. 197., 9. 116. - Μέσ. [[ἐκκομίζω]] μετ’ [[ἐμαυτοῦ]], τούς τ’ ἄρνας ἐξεφοροῦντο Εὐρ. Κύκλ. 234, Ἰσαῖος 60. 27, κτλ. - ἐκφέρομαι, κινοῦμαι πρὸς τὰ ἐμπρός, ὣς [[τότε]] ταρφειαὶ κόρυθες... [[νηῶν]] ἐκφορέοντο Ἰλ. Τ. 360˙ 3) [[ἐξορύσσω]], [[ἐξάγω]], εἰρόμην... ὅκου εἴη ὁ [[χοῦς]] ὁ ἐξορυχθείς˙ οἱ δὲ ἔφρασάν μοι, ἵνα ἐξεφορήθη Ἡρόδ. 2. 150., 7. 23˙ ἐπὶ ἐξαγωγῆς μετάλλου, Ξεν. Πόροι 4. 2, πρβλ. 32: - ἐκφ. πόλιν, διαρπάζειν, λαφυραγωγεῖν Διόδ. 17. 13. 4) ἐν τῷ παθ., ῥίπτομαι ἔξω, εἰς τὴν ξηράν, Ἡρόδ. 8. 12. 5) διαδίδω ἀκρίτως, ἐκστομίζω ἀνοήτως, εὐασμὸν κρυφίων ἐξεφόρει λογίων Ἑρμησιάν. Ἀποσπ. 5. 18. | |lstext='''ἐκφορέω''': [[ἐκφέρω]], [[φέρω]] ἔξω, ὡς π. χ. [[πτῶμα]] πρὸς ταφήν, ταὶ δ’ ἐκφόρεον καὶ ἀνάγκῃ Ὀδ. Χ. 451˙ ἐκ δὲ [[νέκυς]] οἴκων φόρεον καὶ θάπτον ἕκαστοι Ω. 417. 2) [[καθόλου]], [[φέρω]] ἔξω, Ἡρόδ. 1. 197., 9. 116. - Μέσ. [[ἐκκομίζω]] μετ’ [[ἐμαυτοῦ]], τούς τ’ ἄρνας ἐξεφοροῦντο Εὐρ. Κύκλ. 234, Ἰσαῖος 60. 27, κτλ. - ἐκφέρομαι, κινοῦμαι πρὸς τὰ ἐμπρός, ὣς [[τότε]] ταρφειαὶ κόρυθες... [[νηῶν]] ἐκφορέοντο Ἰλ. Τ. 360˙ 3) [[ἐξορύσσω]], [[ἐξάγω]], εἰρόμην... ὅκου εἴη ὁ [[χοῦς]] ὁ ἐξορυχθείς˙ οἱ δὲ ἔφρασάν μοι, ἵνα ἐξεφορήθη Ἡρόδ. 2. 150., 7. 23˙ ἐπὶ ἐξαγωγῆς μετάλλου, Ξεν. Πόροι 4. 2, πρβλ. 32: - ἐκφ. πόλιν, διαρπάζειν, λαφυραγωγεῖν Διόδ. 17. 13. 4) ἐν τῷ παθ., ῥίπτομαι ἔξω, εἰς τὴν ξηράν, Ἡρόδ. 8. 12. 5) διαδίδω ἀκρίτως, ἐκστομίζω ἀνοήτως, εὐασμὸν κρυφίων ἐξεφόρει λογίων Ἑρμησιάν. Ἀποσπ. 5. 18. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />porter au dehors, emporter ; <i>particul.</i> emporter des morts;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐκφορέομαι-οῦμαι se porter au dehors : [[νηῶν]] IL sortir des vaisseaux.<br />'''Étymologie:''' [[ἔκφορος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:21, 9 August 2017
English (LSJ)
= ἐκφέρω,
A carry out, as a corpse for burial, Od. 22.451, 24.417 (tm.).
German (Pape)
[Seite 786] = ἐκφέρω; νέκυας, Leichen forttragen, Od. 22, 451; pass., κόρυθες νηῶν ἐκφορέοντο, drängten sich heraus, Il. 19, 360; τοὺς κάμνοντας ἐς τὴν ἀγορήν Her. 1, 197; Folgde; τὸν πλοῦτον ἐκ τῆς οἰκίας Luc. Tim. 57; a. Sp.; – πόλιν, ausplündern, D. Sic. 17, 13; vgl. Her. 2, 150; – ausplaudern, Hermesian. bei Ath. XIII, 597 d. – Auch med., herausschaffen lassen, Dem. 47, 53, wie Is. 6, 39, ἔνδοθεν εἰς.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκφορέω: ἐκφέρω, φέρω ἔξω, ὡς π. χ. πτῶμα πρὸς ταφήν, ταὶ δ’ ἐκφόρεον καὶ ἀνάγκῃ Ὀδ. Χ. 451˙ ἐκ δὲ νέκυς οἴκων φόρεον καὶ θάπτον ἕκαστοι Ω. 417. 2) καθόλου, φέρω ἔξω, Ἡρόδ. 1. 197., 9. 116. - Μέσ. ἐκκομίζω μετ’ ἐμαυτοῦ, τούς τ’ ἄρνας ἐξεφοροῦντο Εὐρ. Κύκλ. 234, Ἰσαῖος 60. 27, κτλ. - ἐκφέρομαι, κινοῦμαι πρὸς τὰ ἐμπρός, ὣς τότε ταρφειαὶ κόρυθες... νηῶν ἐκφορέοντο Ἰλ. Τ. 360˙ 3) ἐξορύσσω, ἐξάγω, εἰρόμην... ὅκου εἴη ὁ χοῦς ὁ ἐξορυχθείς˙ οἱ δὲ ἔφρασάν μοι, ἵνα ἐξεφορήθη Ἡρόδ. 2. 150., 7. 23˙ ἐπὶ ἐξαγωγῆς μετάλλου, Ξεν. Πόροι 4. 2, πρβλ. 32: - ἐκφ. πόλιν, διαρπάζειν, λαφυραγωγεῖν Διόδ. 17. 13. 4) ἐν τῷ παθ., ῥίπτομαι ἔξω, εἰς τὴν ξηράν, Ἡρόδ. 8. 12. 5) διαδίδω ἀκρίτως, ἐκστομίζω ἀνοήτως, εὐασμὸν κρυφίων ἐξεφόρει λογίων Ἑρμησιάν. Ἀποσπ. 5. 18.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
porter au dehors, emporter ; particul. emporter des morts;
Moy. ἐκφορέομαι-οῦμαι se porter au dehors : νηῶν IL sortir des vaisseaux.
Étymologie: ἔκφορος.