ἀγλάϊσμα: Difference between revisions
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
(6_21) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀγλάϊσμα''': τό, [[κόσμημα]], [[τιμή]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 1312· τὸ μητρὸς ἀγλ., Εὐρ. Ἑλ. 11· πρβλ. 282· περὶ τῆς [[κόμης]] τοῦ Ὀρέστου κατατιθεμένης ὡς [[ἀνάθημα]] ἐπὶ τοῦ τάφου τοῦ πατρὸς [[αὐτοῦ]], Αἰσχύλ. Χο. 193, Σοφ. Ἠλ. 908, πρβλ. Εὐρ. Ἠλ. 325, περὶ σαρκοφάγου, Ἐπιγρ. Ἑλλ. 325. ― Ποιητ. λέξ. ἐν χρήσει παρὰ τοῖς μεταγενεστέροις τῶν πεζογράφ. [[οἷον]] ἀγλ. φυτῶν, ἐπὶ τοῦ ῥόδου, Ἀχ. Τάτ. 2. 1. | |lstext='''ἀγλάϊσμα''': τό, [[κόσμημα]], [[τιμή]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 1312· τὸ μητρὸς ἀγλ., Εὐρ. Ἑλ. 11· πρβλ. 282· περὶ τῆς [[κόμης]] τοῦ Ὀρέστου κατατιθεμένης ὡς [[ἀνάθημα]] ἐπὶ τοῦ τάφου τοῦ πατρὸς [[αὐτοῦ]], Αἰσχύλ. Χο. 193, Σοφ. Ἠλ. 908, πρβλ. Εὐρ. Ἠλ. 325, περὶ σαρκοφάγου, Ἐπιγρ. Ἑλλ. 325. ― Ποιητ. λέξ. ἐν χρήσει παρὰ τοῖς μεταγενεστέροις τῶν πεζογράφ. [[οἷον]] ἀγλ. φυτῶν, ἐπὶ τοῦ ῥόδου, Ἀχ. Τάτ. 2. 1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />éclat, beauté, parure ; offrande.<br />'''Étymologie:''' [[ἀγλαΐζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:21, 9 August 2017
English (LSJ)
τό,
A ornament, honour, A.Ag.1312; of a child, μητρὸς ἀ. E.Hel.11, cf. 282; of the hair of Orestes placed on his father's tomb, A.Ch.193, S El.908, cf. E.El.325; of a sarcophagus, IG12(8).600 (Thasos).— Poet. and late Prose; ἀ. φυτῶν, of the rose, Ach.Tat.2.1.
German (Pape)
[Seite 16] τό, Zierde, Schmuck, Aesch. δώμασιν Ag. 1285; von der Locke des Orest Ch. 191, wie Soph. El. 896; παρθένον μητρὸς ἀγ. Eur. Hel. 11; vom Opfer. El. 325.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγλάϊσμα: τό, κόσμημα, τιμή, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1312· τὸ μητρὸς ἀγλ., Εὐρ. Ἑλ. 11· πρβλ. 282· περὶ τῆς κόμης τοῦ Ὀρέστου κατατιθεμένης ὡς ἀνάθημα ἐπὶ τοῦ τάφου τοῦ πατρὸς αὐτοῦ, Αἰσχύλ. Χο. 193, Σοφ. Ἠλ. 908, πρβλ. Εὐρ. Ἠλ. 325, περὶ σαρκοφάγου, Ἐπιγρ. Ἑλλ. 325. ― Ποιητ. λέξ. ἐν χρήσει παρὰ τοῖς μεταγενεστέροις τῶν πεζογράφ. οἷον ἀγλ. φυτῶν, ἐπὶ τοῦ ῥόδου, Ἀχ. Τάτ. 2. 1.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
éclat, beauté, parure ; offrande.
Étymologie: ἀγλαΐζω.