ἀβέβαιος: Difference between revisions
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
(6_16) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀβέβαιος''': -ον, = [[ἀβέβαιος]], [[ἀμφίβολος]], περὶ φαρμάκων Ἱππ. Ἀφ. 1245. ἀβεβαιότατον ὧν κεκτήμεθα (δηλ. [[πλοῦτος]]) Ἀλεξ. ἐν Ἀδήλοις, 21. Πρβλ. Μένανδρ. ἐν «Δυσκόλῳ» 2. 1: ὀφθαλμὸς ἀβ. = ἀσταθὴς Ἀριστ. Ι. Ζ. 1. 10. 3. Μεταφ. ἀβ. [[φιλία]] παρὰ τῷ αὐτῷ. Ἠθ. Ε. 7. 2, 15. Τὸ ἀβέβαιον = [[ἀβεβαιότης]], Λουκ. Χαρ. ἢ Ἐπισκ. 18: ἐξ ἀβεβαίου = ἐξ ἐπισφαλοῦς (οὐχὶ ἀσφαλοῦς) θέσεως. Ἀρρ. Ἀν. 1. 15, 2. 2) περὶ προσώπων = [[ἀσταθής]], [[ἀμφίβολος]], κυμαινόμενος Δημ. 1341. τελ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 12, 3. ἐπίρρ. -ως Μενανδρ. ἐν «Γεωργῷ» 1. | |lstext='''ἀβέβαιος''': -ον, = [[ἀβέβαιος]], [[ἀμφίβολος]], περὶ φαρμάκων Ἱππ. Ἀφ. 1245. ἀβεβαιότατον ὧν κεκτήμεθα (δηλ. [[πλοῦτος]]) Ἀλεξ. ἐν Ἀδήλοις, 21. Πρβλ. Μένανδρ. ἐν «Δυσκόλῳ» 2. 1: ὀφθαλμὸς ἀβ. = ἀσταθὴς Ἀριστ. Ι. Ζ. 1. 10. 3. Μεταφ. ἀβ. [[φιλία]] παρὰ τῷ αὐτῷ. Ἠθ. Ε. 7. 2, 15. Τὸ ἀβέβαιον = [[ἀβεβαιότης]], Λουκ. Χαρ. ἢ Ἐπισκ. 18: ἐξ ἀβεβαίου = ἐξ ἐπισφαλοῦς (οὐχὶ ἀσφαλοῦς) θέσεως. Ἀρρ. Ἀν. 1. 15, 2. 2) περὶ προσώπων = [[ἀσταθής]], [[ἀμφίβολος]], κυμαινόμενος Δημ. 1341. τελ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 12, 3. ἐπίρρ. -ως Μενανδρ. ἐν «Γεωργῷ» 1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />non ferme, inconstant.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[βέβαιος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:22, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A unreliable, of remedies, Hp.Aph.2.27; ἀβεβαιότατον ὧν κεκτήμεθα (sc. πλοῦτος) Alex.281, cf. Men.128; ὀφθαλμὸς ἀ. unsteady, Arist.HA492a12: metaph., τύχη Democr.176, cf. Plb. 15.34.2; αἰτία Epicur.Ep.3,p.65U.; φιλία Arist.EE1236b19; τὸ ἀ. = ἀβεβαιότης, Hierocl. in CA2p.422M., Heraclit.Ep.7; ἐξ ἀβεβαίου from an insecure position, Arr.An.1.15.2. 2 of persons, unstable, fickle, D.58.63, Arist.EN1172a9. Adv. -ως Men.Georg.Fr.2.
German (Pape)
[Seite 2] unbeständig, von Personen u. Sachen, (ὁ πλοῦτος) ἀβεβαιότατόν ἐστιν ὧν κεκτήμεθα, alex. bei Htob. Flor. 95, 8; ὁ δῆμος Dem. 53, 63; Plut. verb. es mit εὐμετάβολος, de superstit. 1o; τύχη Luc. Icarom. 4; τὸ τῆς τύχης ἀβ., die Unbeständigkeit, Char. 18; Pol. 15, 34. – Adv., ἀβεβαίως τρυφᾷ Men. bei Stob. 165, 28.
Greek (Liddell-Scott)
ἀβέβαιος: -ον, = ἀβέβαιος, ἀμφίβολος, περὶ φαρμάκων Ἱππ. Ἀφ. 1245. ἀβεβαιότατον ὧν κεκτήμεθα (δηλ. πλοῦτος) Ἀλεξ. ἐν Ἀδήλοις, 21. Πρβλ. Μένανδρ. ἐν «Δυσκόλῳ» 2. 1: ὀφθαλμὸς ἀβ. = ἀσταθὴς Ἀριστ. Ι. Ζ. 1. 10. 3. Μεταφ. ἀβ. φιλία παρὰ τῷ αὐτῷ. Ἠθ. Ε. 7. 2, 15. Τὸ ἀβέβαιον = ἀβεβαιότης, Λουκ. Χαρ. ἢ Ἐπισκ. 18: ἐξ ἀβεβαίου = ἐξ ἐπισφαλοῦς (οὐχὶ ἀσφαλοῦς) θέσεως. Ἀρρ. Ἀν. 1. 15, 2. 2) περὶ προσώπων = ἀσταθής, ἀμφίβολος, κυμαινόμενος Δημ. 1341. τελ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 12, 3. ἐπίρρ. -ως Μενανδρ. ἐν «Γεωργῷ» 1.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non ferme, inconstant.
Étymologie: ἀ, βέβαιος.