ἐκσπάω: Difference between revisions
οὕτω γὰρ συμβαίνει ἅμα καὶ ἡ τῶνδε εὐγένεια κοσμουμένη → for by so doing we shall also celebrate therewith the noble birth of these heroes
(6_13b) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκσπάω''': μέλλ. -άσω, ἐκσπῶ, [[ἐκβάλλω]] διὰ τῆς βίας, [[ἐξέλκω]]. Ἀτρεΐδης δὲ λὰξ ἐν στήθεσι βὰς ἐξέσπασε μείλινον [[ἔγχος]] Ἰλ. Ζ. 65· οὕτω δὲ καὶ μέσ. ἐκσπασσαμένω δολίχ’ ἔγχεα σύραντες ἔξω, ἐξελκύσαντες τὰ μακρὰ αὐτῶν δόρατα, Ἰλ. Η. 255· ἢν ἐκσπάσωμαι... βόλον Εὐρ. Ἠλ. 582· - Παθ., τρίχες ἐκσπῶνται Ἀριστ. Προβλ. 10. 22· [[ἐκβάλλω]], οὔτ᾿ ἐπιλαβόμενον ἐκσπάσαι ῥᾴδιον (τὸν χάρακα ἐκ τῆς γῆς), Πολύβ. 18. 1, 14. | |lstext='''ἐκσπάω''': μέλλ. -άσω, ἐκσπῶ, [[ἐκβάλλω]] διὰ τῆς βίας, [[ἐξέλκω]]. Ἀτρεΐδης δὲ λὰξ ἐν στήθεσι βὰς ἐξέσπασε μείλινον [[ἔγχος]] Ἰλ. Ζ. 65· οὕτω δὲ καὶ μέσ. ἐκσπασσαμένω δολίχ’ ἔγχεα σύραντες ἔξω, ἐξελκύσαντες τὰ μακρὰ αὐτῶν δόρατα, Ἰλ. Η. 255· ἢν ἐκσπάσωμαι... βόλον Εὐρ. Ἠλ. 582· - Παθ., τρίχες ἐκσπῶνται Ἀριστ. Προβλ. 10. 22· [[ἐκβάλλω]], οὔτ᾿ ἐπιλαβόμενον ἐκσπάσαι ῥᾴδιον (τὸν χάρακα ἐκ τῆς γῆς), Πολύβ. 18. 1, 14. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> ἐκσπάσω, <i>ao.</i> ἐξέσπασα;<br />arracher;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐκσπάομαι-ῶμαι (<i>ao. part. poét. duel</i> ἐκσπασσαμένω) arracher (de son propre corps) acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[σπάω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:23, 9 August 2017
English (LSJ)
fut. -άσω,
A draw out, ἐξέσπασε μείλινον ἔγχος Il.6.65 ; σπάρτον Hero Aut.25.6 ; pull up, [χάρακα] Plb.18.18.14 :—and so Med., ἐκσπασσαμένω δολίχ' ἔγχεα having drawn out their spears, Il. 7.255 :—Pass., [τρίχες] ἐκσπῶνται Arist.Pr.893a20, cf. Hero Aut.16.2. II remove by force, τοὺς ἐν τῷ ἱερῷ παστοφόρους OGI736.7 (Fayûm).
German (Pape)
[Seite 779] (s. σπάω), herausziehen; ἐξέσπασε ἔγχος Il. 6, 65; Ar. Th. 510 u. Sp.; med., ἔγχεα ἐκσπασσαμένω, als sie ihre Speere herausgezogen hatten, Il. 7, 255; βόλον Eur. El. 582.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκσπάω: μέλλ. -άσω, ἐκσπῶ, ἐκβάλλω διὰ τῆς βίας, ἐξέλκω. Ἀτρεΐδης δὲ λὰξ ἐν στήθεσι βὰς ἐξέσπασε μείλινον ἔγχος Ἰλ. Ζ. 65· οὕτω δὲ καὶ μέσ. ἐκσπασσαμένω δολίχ’ ἔγχεα σύραντες ἔξω, ἐξελκύσαντες τὰ μακρὰ αὐτῶν δόρατα, Ἰλ. Η. 255· ἢν ἐκσπάσωμαι... βόλον Εὐρ. Ἠλ. 582· - Παθ., τρίχες ἐκσπῶνται Ἀριστ. Προβλ. 10. 22· ἐκβάλλω, οὔτ᾿ ἐπιλαβόμενον ἐκσπάσαι ῥᾴδιον (τὸν χάρακα ἐκ τῆς γῆς), Πολύβ. 18. 1, 14.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. ἐκσπάσω, ao. ἐξέσπασα;
arracher;
Moy. ἐκσπάομαι-ῶμαι (ao. part. poét. duel ἐκσπασσαμένω) arracher (de son propre corps) acc..
Étymologie: ἐκ, σπάω.