νέκυς: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(6_22) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νέκυς''': -υος, ὁ, ποιητ. δοτ. νέκυι Ἰλ. Π. 526, κτλ.· Ἐπικ. δοτ. πληθ. νεκύεσι Ὅμ., νέκυσσι ἐν Ὀδ. Λ. 569, Χ. 401, Ψ. 45· αἰτ. πληθ. νέκυας, συνῃρ. νέκῡς Ω. 417, Εὐρ. Ἀποσπ. 176· ― συνώνυμον τῷ κοινῷ τύπῳ [[νεκρός]], [[σῶμα]] νεκρόν, [[κυρίως]] ἀνθρώπου, [[συχν]]. ἐν Ἰλ., σπανιώτερον δὲ ἐν Ὀδ.· ἐν Ἰλ. Δ. 492, 3, [[νέκυς]] καὶ νεκρὸς κεῖνται ἐπὶ τοῦ [[αὐτοῦ]] νεκροῦ ἀνθρώπου· ν. ἀνδρὸς Ἡρόδ. 1. 140, πρβλ. 3. 16, 24, Σοφ. Ἀντ. 26, Εὐρ. Ὀρ. 1585· [[ὡσαύτως]], ν. τεθνηὼς ἢ κατατεθνηώς, νέκυες κατατεθνηῶτες, κτάμενοι, καταφθίμενοι Ὅμ.· ἀνδρὸς Πέρσεω ὁ ν. Ἡρόδ. 1. 140, πρβλ. 3. 16· ὁ κατθανὼν ν. Σοφ. Ἀντ. 515. 2) ἐν τῷ πληθ., τὰ πνεύματα, Λατ. Manes, inferi, νεκύων ἀμενηνὰ κάρηνα, [[συχν]]. ἐν Ὀδ. Λ., σπανιώτερον ἐν τῇ Ἰλ. ΙΙ. ὡς ἐπίθετ., μεθ’ Ὅμηρ., ἐχθρὸν ὧδ’ αἰδεῖ νέκυν; Σοφ. Αἴ. 1356 κίχλαι αἱ νέκυες Ἀνθ. Π. 11. 96· ἀλλὰ πρβλ. Ἰλ. Ω. 35, 423. ― Ποιητ. λέξ. ἐν χρήσει καὶ παρ’ Ἡροδ. καὶ τοῖς μεταγεν. πεζογράφοις. [ῡ ἐν τῇ ὀνομ. καὶ αἰτ. τοῦ ἑνικ. παρ’ Ὁμ. ἐν Ἰλ. Σ. 180, Δ. 492, κτλ.· ἀλλὰ ῠ παρ’ Εὐρ. ἐν Φοιν. 1745, Ἱκέτ. 70, Ὀρ. 1585, καὶ παρὰ μεταγεν. Ἐπικ.]. (Ἐκ τῆς √ ΝΕΚ παράγονται καὶ τὰ νέκυια, νεκρός· πρβλ. Σανσκρ. naś, naś-ami (intereo), naś-as (nex, mors)· Ζενδ. naç-u (cadaver)· Λατ. nec-are, nex, καὶ πιθαν. noc-ere, nox-a (πρβλ. naus, navis, Σλαυ. navi ([[νεκρός]]).) | |lstext='''νέκυς''': -υος, ὁ, ποιητ. δοτ. νέκυι Ἰλ. Π. 526, κτλ.· Ἐπικ. δοτ. πληθ. νεκύεσι Ὅμ., νέκυσσι ἐν Ὀδ. Λ. 569, Χ. 401, Ψ. 45· αἰτ. πληθ. νέκυας, συνῃρ. νέκῡς Ω. 417, Εὐρ. Ἀποσπ. 176· ― συνώνυμον τῷ κοινῷ τύπῳ [[νεκρός]], [[σῶμα]] νεκρόν, [[κυρίως]] ἀνθρώπου, [[συχν]]. ἐν Ἰλ., σπανιώτερον δὲ ἐν Ὀδ.· ἐν Ἰλ. Δ. 492, 3, [[νέκυς]] καὶ νεκρὸς κεῖνται ἐπὶ τοῦ [[αὐτοῦ]] νεκροῦ ἀνθρώπου· ν. ἀνδρὸς Ἡρόδ. 1. 140, πρβλ. 3. 16, 24, Σοφ. Ἀντ. 26, Εὐρ. Ὀρ. 1585· [[ὡσαύτως]], ν. τεθνηὼς ἢ κατατεθνηώς, νέκυες κατατεθνηῶτες, κτάμενοι, καταφθίμενοι Ὅμ.· ἀνδρὸς Πέρσεω ὁ ν. Ἡρόδ. 1. 140, πρβλ. 3. 16· ὁ κατθανὼν ν. Σοφ. Ἀντ. 515. 2) ἐν τῷ πληθ., τὰ πνεύματα, Λατ. Manes, inferi, νεκύων ἀμενηνὰ κάρηνα, [[συχν]]. ἐν Ὀδ. Λ., σπανιώτερον ἐν τῇ Ἰλ. ΙΙ. ὡς ἐπίθετ., μεθ’ Ὅμηρ., ἐχθρὸν ὧδ’ αἰδεῖ νέκυν; Σοφ. Αἴ. 1356 κίχλαι αἱ νέκυες Ἀνθ. Π. 11. 96· ἀλλὰ πρβλ. Ἰλ. Ω. 35, 423. ― Ποιητ. λέξ. ἐν χρήσει καὶ παρ’ Ἡροδ. καὶ τοῖς μεταγεν. πεζογράφοις. [ῡ ἐν τῇ ὀνομ. καὶ αἰτ. τοῦ ἑνικ. παρ’ Ὁμ. ἐν Ἰλ. Σ. 180, Δ. 492, κτλ.· ἀλλὰ ῠ παρ’ Εὐρ. ἐν Φοιν. 1745, Ἱκέτ. 70, Ὀρ. 1585, καὶ παρὰ μεταγεν. Ἐπικ.]. (Ἐκ τῆς √ ΝΕΚ παράγονται καὶ τὰ νέκυια, νεκρός· πρβλ. Σανσκρ. naś, naś-ami (intereo), naś-as (nex, mors)· Ζενδ. naç-u (cadaver)· Λατ. nec-are, nex, καὶ πιθαν. noc-ere, nox-a (πρβλ. naus, navis, Σλαυ. navi ([[νεκρός]]).) | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=υος ; υι, υν ; υες, ύων, υσσι <i>ou</i> ύεσσι, υας (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> mort, morte;<br /><b>2</b> <i>subst.</i> corps mort, cadavre.<br />'''Étymologie:''' cf. [[νεκρός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:23, 9 August 2017
English (LSJ)
(Lacon. νέκυρ Hsch.), ῠος, ὁ, poet. dat.
A νέκυϊ Il.16.526, etc.; Ep. dat. pl. νεκύεσσι Od.11.491, νέκυσσι ib.569, 22.401, 23.45; acc. pl. νέκῡς Il.7.420, 18.180, Od.24.417, E.Fr.176.4; also νέκυας Il.7.418, al.:—corpse, freq. in Il., less freq. in Od.; in Il.4.492,493, νέκυς and νεκρός are used of the same dead person; ν. ἀνδρός Hdt.1.140, cf. 3.16, 24, S.Ant.26, E.Or.1585; ν. τεθνηώς, κατατεθνηώς, Il. 18.173, 16.526; νέκυες κατατεθνηῶτες, κτάμενοι, καταφθίμενοι, Od.10.530, 23.45, 11.491; ἀνδρὸς Πέρσεω ὁ ν. Hdt.1.140, cf.3.16; ὁ κατθανὼν ν. S.Ant.515; dead person, νεκύων σώματα E.Supp.62 (lyr.). 2 in pl., spirits of the dead, freq. in Od.11, less freq. in Il.; νεκύων ἀμενηνὰ κάρηνα Od.11.29, cf.Il.15.251; πεδ' ἀμαύρων ν. Sapph.68. II as Adj. dead, post-Hom., ἐχθρὸν ὧδ' αἰδῇ νέκυν; S.Aj.1356; κίχλαι αἱ νέκυες AP11.96 (Nicarch.); cf. however Il.24.35,423.—Poet. word, used also by Hdt., in IG22.1672.119 (iv B.C.), in Cretan, Kohler-Ziebarth Stadtrecht von Gortyn p.35, and in late Prose, Plu.Crass.19, Hdn.4.8.5. [ῡ of nom. and acc. sg. in Hom., Il.4.492, 22.386, etc.; ῠ Simon.114.5, E.Supp.70 (lyr.), Or.1585, and in later Poets, A.R. 4.480, Bion 1.71, AP7.1 (Alc. Mess.).] (Cf. Avest. nasu- 'corpse', Skt. náśyati 'perish', 'disappear', Lat. necare.)
German (Pape)
[Seite 238] υος, ὁ, = νεκρός (vgl. neco), der Leichnam; von Menschen, oft bei Hom., νέκυν ἐρύοντο, Il. 17, 277, ἐκ νέκυος δολιχόσκιον ἔγχος ἐσπάσατο, 13, 509, u. sonst; auch ἀμυνόμενοι νέκυος πέρι τεθνηῶτος, 18, 173, wie ἀμφὶ νέκυι κατατεθνηῶτι μάχεσθαι, 16, 565. – Der Todtein der Unterwelt, νεκύων ἀμενηνὰ κάρηνα, Od. 11 oft, δύσομαι εἰς Ἀΐδαο καὶ ἐν νεκύεσσι φαείνω, 12, 383, sagt Helios; auch πᾶσιν νεκύεσσι καταφθιμένοισιν ἀνάσσειν, 11, 491; νέκυσσιν steht 11, 569. 22, 401. 23, 45, acc. plur. νέκυς 24, 417; Soph. Ai. 1356; Eur. u. sp. D., wie Ap. Rh. 2, 857; αἱ νέκυες, Nicarch. 36 (XI, 96). – Auch Her. 1, 140. 3, 16 u. in sp. Prosa, wie Hdn. 4, 8, 12. – [Υ ursprünglich im nom. u. acc. sing. lang, bei alexandrinischen Dichtern kurz.]
Greek (Liddell-Scott)
νέκυς: -υος, ὁ, ποιητ. δοτ. νέκυι Ἰλ. Π. 526, κτλ.· Ἐπικ. δοτ. πληθ. νεκύεσι Ὅμ., νέκυσσι ἐν Ὀδ. Λ. 569, Χ. 401, Ψ. 45· αἰτ. πληθ. νέκυας, συνῃρ. νέκῡς Ω. 417, Εὐρ. Ἀποσπ. 176· ― συνώνυμον τῷ κοινῷ τύπῳ νεκρός, σῶμα νεκρόν, κυρίως ἀνθρώπου, συχν. ἐν Ἰλ., σπανιώτερον δὲ ἐν Ὀδ.· ἐν Ἰλ. Δ. 492, 3, νέκυς καὶ νεκρὸς κεῖνται ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ νεκροῦ ἀνθρώπου· ν. ἀνδρὸς Ἡρόδ. 1. 140, πρβλ. 3. 16, 24, Σοφ. Ἀντ. 26, Εὐρ. Ὀρ. 1585· ὡσαύτως, ν. τεθνηὼς ἢ κατατεθνηώς, νέκυες κατατεθνηῶτες, κτάμενοι, καταφθίμενοι Ὅμ.· ἀνδρὸς Πέρσεω ὁ ν. Ἡρόδ. 1. 140, πρβλ. 3. 16· ὁ κατθανὼν ν. Σοφ. Ἀντ. 515. 2) ἐν τῷ πληθ., τὰ πνεύματα, Λατ. Manes, inferi, νεκύων ἀμενηνὰ κάρηνα, συχν. ἐν Ὀδ. Λ., σπανιώτερον ἐν τῇ Ἰλ. ΙΙ. ὡς ἐπίθετ., μεθ’ Ὅμηρ., ἐχθρὸν ὧδ’ αἰδεῖ νέκυν; Σοφ. Αἴ. 1356 κίχλαι αἱ νέκυες Ἀνθ. Π. 11. 96· ἀλλὰ πρβλ. Ἰλ. Ω. 35, 423. ― Ποιητ. λέξ. ἐν χρήσει καὶ παρ’ Ἡροδ. καὶ τοῖς μεταγεν. πεζογράφοις. [ῡ ἐν τῇ ὀνομ. καὶ αἰτ. τοῦ ἑνικ. παρ’ Ὁμ. ἐν Ἰλ. Σ. 180, Δ. 492, κτλ.· ἀλλὰ ῠ παρ’ Εὐρ. ἐν Φοιν. 1745, Ἱκέτ. 70, Ὀρ. 1585, καὶ παρὰ μεταγεν. Ἐπικ.]. (Ἐκ τῆς √ ΝΕΚ παράγονται καὶ τὰ νέκυια, νεκρός· πρβλ. Σανσκρ. naś, naś-ami (intereo), naś-as (nex, mors)· Ζενδ. naç-u (cadaver)· Λατ. nec-are, nex, καὶ πιθαν. noc-ere, nox-a (πρβλ. naus, navis, Σλαυ. navi (νεκρός).)
French (Bailly abrégé)
υος ; υι, υν ; υες, ύων, υσσι ou ύεσσι, υας (ὁ, ἡ)
1 mort, morte;
2 subst. corps mort, cadavre.
Étymologie: cf. νεκρός.