ἐκπληκτικός: Difference between revisions
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
(6_11) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκπληκτικός''': -ή, -όν, ὁ προξενῶν ἔκπληξιν, [[θόρυβος]] Θουκ. 8. 92· ἐκπλ. τοῖς ἐχθροῖς Ξεν. Ἱππαρχ. 8. 18· ἐκπληκτικώτερον Ἀριστ. Ποιητ. 25, 8. ― Ἐπίρρ. -κῶς, μετ’ ἐκπλήξεως, Πολύβ. 10. 5, 2· φοβερῶς, Διοδ. 14. 25· ὑπερθ. -ώτατα, Αἰλ. π. Ζ. 11. 32. | |lstext='''ἐκπληκτικός''': -ή, -όν, ὁ προξενῶν ἔκπληξιν, [[θόρυβος]] Θουκ. 8. 92· ἐκπλ. τοῖς ἐχθροῖς Ξεν. Ἱππαρχ. 8. 18· ἐκπληκτικώτερον Ἀριστ. Ποιητ. 25, 8. ― Ἐπίρρ. -κῶς, μετ’ ἐκπλήξεως, Πολύβ. 10. 5, 2· φοβερῶς, Διοδ. 14. 25· ὑπερθ. -ώτατα, Αἰλ. π. Ζ. 11. 32. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />propre à frapper de stupeur <i>ou</i> d’étonnement, effrayant.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκπλήσσω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:24, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A striking with consternation, astounding, θόρυβος Th.8.92 ; ἐ. τοῖς ἐχθροῖς X.Eq.Mag.8.18 (Comp.) ; ἐκπληκτικώτερον more surprising or startling, Arist.Po.1460b25: Sup., Plb.3.4.5, Onos. 22.4. II Adv. -κῶς terribly, D.S.14.25 : Sup. -ώτατα Ael.NA 11.32. 2 with enthusiasm, ἀποδέξασθαί τινα Plb.10.5.2.
German (Pape)
[Seite 774] ή, όν, erschreckend, betäubend; θόρυβος Thuc. 8, 92; oft bei Pol.; τοῖς ἐχθροῖς, Xen. Hipparch. 8, 18. – Adv. ἐκπληκτικῶς, furchtbar, D. Sic. 14, 25; ἀποδέχεσθαί τινα, mit Staunen u. Bewunderung, Pol. 10, 5, 2; ἐκπληκτικωτάτως, Ael. N. A. 11, 32.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπληκτικός: -ή, -όν, ὁ προξενῶν ἔκπληξιν, θόρυβος Θουκ. 8. 92· ἐκπλ. τοῖς ἐχθροῖς Ξεν. Ἱππαρχ. 8. 18· ἐκπληκτικώτερον Ἀριστ. Ποιητ. 25, 8. ― Ἐπίρρ. -κῶς, μετ’ ἐκπλήξεως, Πολύβ. 10. 5, 2· φοβερῶς, Διοδ. 14. 25· ὑπερθ. -ώτατα, Αἰλ. π. Ζ. 11. 32.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
propre à frapper de stupeur ou d’étonnement, effrayant.
Étymologie: ἐκπλήσσω.